Οι πρώτες ακτίνες του ηλίου άγγιξαν το πρόσωπο του κυρίου Ορέστη. Εκείνος, ανοίγοντας δειλά τα μάτια του, συνειδητοποίησε ότι η βροχή είχε τελειώσει και μονάχα η μυρωδιά της βρεγμένης ασφάλτου γέμιζε τα ρουθούνια του που δεν συνεργάζονταν και πολύ καλά με τα πνευμόνια του σήμερα. Αγκομαχώντας για μερικά δευτερόλεπτα, στηρίχθηκε στους αγκώνες του και με ένα γενναίο σάλτο, σηκώθηκε από το βρεγμένο πια σανίδι. Ήταν Νοέμβρης, πράγμα που σήμαινε πως έρχονταν δύσκολες μέρες για εκείνον εάν δεν έβρισκε σύντομα ένα σταθερό, στεγασμένο καταφύγιο. Άλλωτε, ο κύριος Ορέστης ξυπνούσε και κοιμόταν στη ζεστασιά του σπιτιού του και είχε τις ανέσεις που απολαμβάνει κάθε αξιοσέβαστος μικρομεσαίος πολίτης. Μα δεν ήταν πια αξιοσέβαστος…Δεν ήταν καν πολίτης… Δεν είναι σίγουρος εάν οι περαστικοί τον συγκαταλέγουν στους ανθρώπους… Βίωνε μονάχα οίκτο και περιφρόνηση…Κάποιες φορές άκουγε σχόλια λύπησης, οργής και απάθειας…
– Κοίταξε τον κακομοίρη, είναι δυνατόν γέρος άνθρωπος? Σίγουρα έχει το πολύ 1 μήνα ζωής…
– Αυτοί οι πρόσφυγες έχουν γεμίσει τον τόπο, δεν μπορούμε ούτε να τους ταΐσουμε πια, γιατί δεν φεύγουν?
– Μην τον κοιτάς παιδί μου τον κύριο, δεν είναι δική μας δουλειά τα λάθη του κράτους.
……Όμως ο κύριος Ορέστης δεν απαντούσε σε κανέναν, με βλέμμα χαμηλωμένο άκουγε πικραμένος και ένιωθε μέσα στο πετσί του την κατάντια του ίδιου και του κόσμου.
Περπατούσε για αρκετή ώρα ανάμεσα στις μεγάλες λεωφόρους που τον έκαναν να μικραίνει τόσο… ώσπου βρήκε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι και αποφάσισε να ξαποστάσει εκεί. Πηδάει το μισογκρεμισμένο τοιχάκι και διασχίζει το μονοπατάκι της αυλής που οδηγεί στην μεγάλη πόρτα ” Θα πρέπει να είχε σπουδαίο κήπο κάποτε” σκέφτηκε. Με ένα μεγάλο τρίξιμο άνοιξε η πόρτα με τα χρυσά λιοντάρια στο προσκεφάλι της και ο γεράκος μπήκε μέσα. ” Θαυμάσιο στέκι” … -Λαμπρά λαμπρά !! …είπε φωναχτά. Η οικία είχε στο κεντρικό της δωμάτιο ένα σκισμένο καναπέ ” Καλύτερο από τα παλιοσανίδια” σκέφτηκε. Ξάπλωσε το ταλαιπωρημένο του κορμί πάνω του και έκλεισε τα μάτια του. Ο ύπνος σχεδόν τον αγκάλιασε, όταν ξαφνικά άκουσε ένα γρατζούνισμα στην εξώπορτα, διπλό γρατζούνισμα, μετά παύση…και ξανά…κάνα δυο φορές. – ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ? φώναξε. Τίποτα, σιωπή… σηκώνεται και πάει προς την πόρτα, αφουγκράζεται και περιμένει…” Φάρσα μου κάνουν τα παιδιά της γειτονιάς, λογικά με είδαν να μπαίνω” σκέφτηκε και αμέσως ξανάκουσε το γρατζούνισμα. Ανοίγει και τι να δει? Ένας σκύλος καθόταν μπροστά του με τα αυτιά του κατεβασμένα και βλέμμα λυπηρό. -Πέρνα μέσα φίλε μου, είπε ανακουφισμένος ο κύριος Ορέστης. -Εδώ είναι το φτωχικό μου, σ’αρεσει? Θαύμα ε? Εδώ τουλάχιστον δεν θα μας βρει ο θάνατος του χειμώνα.
Ο σκυλάκος άκουγε με ευλάβεια το νέο του αφεντικό και τον ακολουθούσε πιστά από πίσω. Κανένας από τους δύο δεν ήταν πια μόνος.
-Πάμε να βρούμε κάτι να τσιμπήσουμε, τι λες παλιόφιλε? είπε γελώντας στον συγκάτοικο του και βγήκαν μαζί από το σπίτι. Ώρες περπατούσαν και αναζητούσαν φαγητό σε κάδους, πεζοδρόμια εξώστες, πίσω πόρτες εστιατορίων, μέχρι που βρήκαν πεταμένες κονσέρβες -γεμάτες- έξω από την είσοδο της αποθήκης ενός σούπερ μάρκετ! -Η τυχερή μας μέρα Ορφέα, θα σε λέω Ορφέα στο εξής, είπε ο Ορέστης και ο Ορφέας γαύγισε μελωδικά… -Ναι σωστά είσαι θαυμάσιος μουσικός, του είπε χαϊδεύοντας τον. Οι δύο φίλοι μαζί με τα καλούδια τους πήραν το δρόμο της επιστροφής…
Σταμάτησαν έξω από το εγκαταλειμμένο νεοκλασικό τους και ο Ορέστης άνοιξε την βρύση της κρήνης που κόσμιζε το τοιχάκι. Γέμισε μια χούφτα με νερό και την πρόσφερε στον Ορφέα ο οποίος την ήπιε χωρίς δεύτερη σκέψη. ΄Εβρεξε και ο γεράκος το πρόσωπό του και μπήκαν μέσα στο σπίτι. Καθισμένοι στον άβολο καναπέ αποφάσισαν να φάνε τα τρόφιμα που βρήκαν. -Θα τα μοιράσουμε ακριβοδίκαια μικρέ, δεν θα σε αδικήσω, είπε καθώς άνοιγε μια μια τις κονσέρβες- καλαμπόκι, χοιρινό, ντολμαδάκια, γαύρος ,σαρδέλες, όλα τα καλά…- . Οι δυό τους απόλαυσαν το γεύμα τους και ύστερα αποκοιμήθηκαν.
Το επόμενο πρωί τι έκπληξη, η πόρτα της εισόδου ήταν ορθάνοιχτη και διάσπαρτα ήταν ξαπλωμένα πολλά σκυλάκια. -Βρε βρε πάλι επισκέψεις…,είπε ο κύριος Ορέστης χαϊδεύοντας ένα ένα τα νέα μέλη!
Στο εξής οι μέρες κυλούσαν πιο όμορφα και χαρούμενα. Ο κύριος Ορέστης είχε πλέον καλή συντροφιά και ένιωθε την αλληλεγγύη και την αγάπη που δεν βρήκε στους ανθρώπους. Δεν τον ένοιαζε τίποτα πια! Δεν ζούσε μόνο για το τομάρι του τώρα! Είχε καθήκον να φροντίζει και να περιθάλπει -όσο μπορούσε- τους αδέσποτους φίλους του που τόσο αβίαστα τον πλησίασαν και του πρόσφεραν ανιδιοτελώς την αφοσίωσή τους. Πολλοί τον θεωρούσαν ” αδέσποτο” ως τώρα , όμως απέδειξε την μεγαλοψυχία του, έναντι του μικρόψυχου, άπληστου κόσμου που τον περιέβαλλε…
Δεν έχει σημασία από που ξεκίνησε κανείς. Η ζωή είναι ύπουλη και παίζει παιχνίδια. Τίποτα δεν μας ανήκει πραγματικά και πουθενά δεν ανήκουμε. Αγαπάμε το σίγουρο και το σταθερό μέσα σε ένα αβέβαιο κόσμο! Ξεκινάμε από το μηδέν για να καταλήξουμε και πάλι στο μηδέν. Σημασία έχει πως θα ζήσουμε στο μεταξύ! Το αν γεννηθήκαμε σε ένα ευνοϊκό περιβάλλον και απολαμβάνουμε ανέσεις που άλλοι δεν μπορούν να έχουν είναι ένα εντελώς τυχαίο γεγονός. Όλοι είμαστε ίσοι με τον διπλανό μας στην ουσία. Ας κάνουμε κάτι λοιπόν για κάποιον σαν να ήταν ο εαυτός μας. Υπάρχουν δυνατότητες. Αρκεί να ρίξουμε μια γενναία ματιά στον κόσμο…