Βασική Εκπαίδευση

Εξέλιξη της γραφής και της εκπαίδευσης

Ανακάλυψη της Γραφής: 3.500 π.Χ.

3.500 χρόνια πριν τη γέννηση του Χριστού η Σουμερία, στην περιοχή του σημερινού Ιράκ (Μεσοποταμία), είχε τον πιο εξελιγμένο και πολυδιάστατο πολιτισμό στον κόσμο. Η καθημερινή ζωή γινόταν όλο και πιο περίπλοκη και οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να επινοήσουν ένα εργαλείο καταγραφής αριθμών και συμβόλων για λογιστικές χρήσεις. Οι Σουμέριοι φαίνονται να είναι οι πρώτοι που επινόησαν ένα σύστημα γραφής, χρησιμοποιώντας μια γραφίδα που παρήγε σημάδια με σφηνοειδές σχήμα σε μαλακό πηλό. Η γραφή αυτή ονομάστηκε σφηνοειδής (cuneiform) και τα σύμβολά της, που αρχικά απέδιδαν την εικόνα του αντικειμένου που συμβόλιζαν, σταδιακά τυποποιήθηκαν, χάνοντας τη λειτουργία της εικονικής αναπαράστασης.

Ταυτόχρονα, η Αίγυπτος επινόησε μια εντελώς διαφορετική σειρά συμβόλων, τα ιερογλυφικά, τα οποία ήταν εξίσου περίπλοκα με αυτά της σφηνοειδούς γραφής.

Και στις δύο γραφές κάθε σύμβολο αντιπροσώπευε λίγο-πολύ μια λέξη και επομένως ο γραφέας αλλά και ο αναγνώστης έπρεπε να απομνημονεύουν και να χρησιμοποιούν εκατοντάδες ή ακόμη και χιλιάδες διαφορετικά σύμβολα για ένα απλό κείμενο. Αυτό σήμαινε πως οι εγγράμματοι αποτελούσαν ένα πολύ μικρό τμήμα του πληθυσμού.

Ημερολόγια: 2.800 π.Χ.

Η καταγραφή του χρόνου ακολούθησε πορεία αντίστοιχη με την εξέλιξη και τις ιδιαίτερες συνθήκες των πολιτισμών. Έτσι οι Μεσοποτάμιοι πολιτισμοί, που είχαν ιδιαίτερη έφεση στην παρατήρηση του ουρανού, υιοθέτησαν ένα ημερολόγιο βασισμένο σε ένα έτος με 12-13 φάσεις τις σελήνης που ονομάστηκαν μήνες (από την αρχαιοελληνική λέξη «Μην», που ήταν το αρχαίο όνομα της Σελήνης) και διαρκούν 29 ή 30 μέρες (λέξη με ινδοευρωπαϊκή ρίζα που σημαίνει καίω). Αυτό το ημερολόγιο υιοθέτησαν στη συνέχεια και οι Έλληνες.

Οι 12 φάσεις της Σελήνης αποτέλεσαν κομβικό στοιχείο για το αριθμητικό σύστημα των Σουμερίων, που είχε ως βάση τον αριθμό 60, ως πολλαπλάσιο του 12 (5 Χ 12=60). Οι Σουμέριοι, μάλιστα, για να εκτελέσουν τις απλές μετρήσεις τους χρησιμοποιούσαν τον αντίχειρά τους για να καταμετρήσουν τις 12 φάλαγγες των 4 δακτύλων του κάθε χεριού τους. Το σύστημα αυτό εξακολουθούσε να επιβιώνει μέχρι και τον 1ο αιώνα μ.Χ. και επιβίωσή του αποτελεί το σύστημα καταμέτρησης α: των μοιρών =360, β) των ωρών =24, γ) των Θεών του Ολύμπου =12 κλπ.

Οι Αιγύπτιοι δεν έλαβαν υπόψιν τους τη Σελήνη αλλά την περιοδική πλημμύρα του Νείλου που συνέβαινε κάθε 365 μέρες, όσες δηλαδή χρειαζόταν και για μια περιστροφή της Γης γύρω από τον Ήλιο. Έτσι, διατηρώντας το σύστημα των 12 μηνών, σύμφωνα με τις φάσεις της Σελήνης, έδωσαν σε κάθε μήνα αυθαίρετα 30 μέρες, χωρίς να ακολουθούν πιστά τις σεληνιακές φάσεις. Με τον τρόπο αυτό κάλυψαν 360 μέρες και στο τέλος του χρόνου προσέθεταν ακόμη πέντε. Το πολύ πιο εύχρηστο αυτό ημερολόγιο αποτελεί και τη βάση των σύγχρονων ημερολογίων, που έχουν ηλικία 5.000 χρόνων.

Λογοτεχνία: 2.500 π.Χ.

Οι Σουμέριοι, που ανακάλυψαν τη γραφή, ήταν, πιθανότατα, οι πρώτοι που κατέγραψαν προφορικά αφηγήματα. Ένα από αυτά τα αφηγήματα ανακαλύφθηκε στα ερείπια της βιβλιοθήκης του Ασσουρμπανιπάλ (Σαρδανάπαλου 668 – 626 π.Χ.) και αφηγείται το έπος του Σουμέριου βασιλιά Γιλγαμές, ο οποίος αναζητούσε την αθανασία. Το έπος αυτό, το οποίο χρονολογείται πιθανότατα το 2.500 π.Χ. περιλαμβάνει στην περιγραφή του και μια πλημμύρα που είχε καταστρέψει την κοιλάδα της Μεσοποταμίας μερικούς αιώνες νωρίτερα. Την αφήγηση αυτή είχαν δανειστεί και οι συγγραφείς της Βίβλου, που την απέδωσαν με τη μορφή του κατακλυσμού του Νώε, σαν μια παγκόσμια καταστροφή. Το έπος του Γιλγαμές αποτελεί την παλαιότερη γραπτή αφήγηση που έχει επιβιώσει αυτούσια μέχρι σήμερα και θεωρούμε πως αποτελεί το θεμέλιο της γραπτής λογοτεχνίας.

Αλφάβητο: 1.500 π.Χ.

Το 1.500 π.Χ. υπήρχαν ήδη πολλές καλά οργανωμένες γλώσσες, με περίπλοκα και καλά οργανωμένα συστήματα λέξεων και αριθμήσεων. Την περίοδο αυτή ανάμεσα στις αυτοκρατορίες των Βαβυλώνιων και των Αιγυπτίων ζούσαν οι Φοίνικες, που ως έμποροι έπρεπε να γνωρίζουν καλά και τις δύο εξαιρετικά περίπλοκες γλώσσες. Ως αποτέλεσμα της ανάγκης απλοποίησης της περίπλοκης αυτής διαδικασίας επινοήθηκε μια απλοποίηση της γραφής, υιοθετώντας μια μορφή στενογραφίας. Έτσι, αντί για την εικόνα που αντιπροσώπευε κάθε λέξη (που θα μπορούσε να επεκταθεί σε χιλιάδες σύμβολα) τώρα θα καταγράφονταν μόνο ο ήχος της, σε συνδυασμούς σταθερών φωνητικών συλλαβών.

Τα δύο πρώτα σύμβολα αυτής της σειράς ηχητικών συμβόλων ήταν το άλεφ (το σύμβολο του βοδιού) και το μπεθ (το σύμβολο του σπιτιού). Οι Έλληνες, που τελικά υιοθέτησαν και οι ίδιοι αυτό το σύστημα, ονόμασαν αυτά τα σύμβολα «Άλφα» και «Βήτα» και το σύστημα των συμβόλων ονομάσθηκε αλφάβητο. Το επαναστατικό αυτό σύστημα βοήθησε να αυξηθεί ο αριθμός των εγγράμματων ανθρώπων σε παγκόσμιο επίπεδο.

Βιβλιοθήκες: 640 π.Χ.

Τα βιβλία, είτε ήταν πήλινες πλάκες με σφηνοειδή γραφή είτε πάπυροι με ιερογλυφικά ήταν δυσεύρετα στην αρχαιότητα. Για να δημιουργηθεί το αντίτυπο κάθε βιβλίου, έπρεπε να αντιγραφεί το πρωτότυπο σύμβολο προς σύμβολο, μια διαδικασία που απαιτούσε χρόνο και χρήμα. Μόνο οι μονάρχες που είχαν στη διάθεσή τους τους πόρους ενός βασιλείου μπορούσαν να συγκεντρώσουν βιβλία σε μεγάλες βιβλιοθήκες της εποχής. Ο πρώτος τέτοιος μονάρχης ήταν ο Ασσουρμπανιπάλ, που διέταξε να αντιγραφούν όλα τα βιβλία του βασιλείου του και τα αντίγραφα να τοποθετηθούν στη βιβλιοθήκη του.

Ανώτατες Σχολές: 387 π.Χ.

Το 387 π.Χ. ο Ελληνας φιλόσοφος Πλάτων (428 – 348 π.Χ.) ίδρυσε μια σχολή σ’ ένα δυτικό προάστιο των Αθηνών, η οποία προσέφερε προχωρημένες σπουδές και θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το πρώτο Πανεπιστήμιο στον κόσμο. Και επειδή ιδρύθηκε στη γη που ανήκε στον μυθικό Ακάδημο, ονομάστηκε Ακαδημία.

Ο μαθητής του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης, (384-322 π.Χ.) ίδρυσε μια δική του σχολή στην Αθήνα, το 335 π.Χ. Ονομαζόταν Λύκειο, επειδή το κτίριο που στεγαζόταν ήταν αφιερωμένο στο Λύκειο Απόλλωνα, προστάτη των βοσκών. Οι διαλέξεις του Αριστοτέλη στη σχολή συγκεντρώθηκαν σε 150 τόμους, που αποτελούσαν μια πραγματική εγκυκλοπαίδεια γνώσης της εποχής. Ανάμεσά αναπτύσσεται η μελέτη της λογικής, συστήματα ηθικής, ταξινόμηση ζώων και φυτών, που αποτέλεσαν πρότυπα ανάπτυξης των μετέπειτα επιστημών.

Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας

Με τον όρο Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας εννοείται η αρχαία βιβλιοθήκη της πόλης της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο, η οποία ιδρύθηκε στην Ελληνιστική εποχή επί διακυβέρνησης Πτολεμαίου Α του επονομαζόμενου Σωτήρος, με την παρότρυνση του Δημητρίου Φαληρέα, και έγινε το εκδοτικό κέντρο του τότε γνωστού κόσμου. Σύμφωνα με τις πηγές ο Δημήτριος ώθησε τον Πτολεμαίο να συγκεντρώσει μια συλλογή βιβλίων για τη βασιλεία και τη διακυβέρνηση έτσι όπως τη διατύπωσε ο Πλάτων και επιπλέον να μαζέψει βιβλία από όλους τους λαούς του κόσμου. Ο Δημήτριος επίσης θεωρείται εμπνευστής του Μουσείου, στην πρωτεύουσα του Πτολεμαίου, ενός ναού αφιερωμένου στις Μούσες, προστάτιδες των τεχνών και των επιστημών.

Ο χώρος: Σύμφωνα με τον Στράβωνα (17.1.18), ο χώρος της βιβλιοθήκης περιβαλλόταν από αυλές και στο κέντρο του βρισκόταν η μεγάλη αίθουσα και ένα κυκλικό δώμα με παρατηρητήριο στην οροφή του. Τούτο το κεντρικό δώμα περιέβαλλαν αίθουσες διδασκαλίας. Υπολογίζεται ότι εργάζονταν εκεί μόνιμα 30-45 άτομα, τα οποία τρέφονταν και χρηματοδοτούνταν από τον βασιλικό οίκο κατ’ αρχήν και αργότερα από δημόσιους πόρους. Οι χώροι στους οποίους στεγάζονταν και ταξινομούνταν οι πάπυροι βρίσκονταν είτε στις εξωτερικές αίθουσες ή στη Μεγάλη Αίθουσα. Οι πάπυροι ταξινομούνταν πάνω σε σχάρες ειδικά κατασκευασμένες για αυτό το σκοπό και οι καλύτεροι από αυτούς ήταν τυλιγμένοι σε λινό ή δερμάτινο κάλυμμα.

Μέθοδοι συλλογής: Ήταν η μεγάλη φιλοδοξία του Πτολεμαίου να συσσωρεύσει στη βιβλιοθήκη του όλη τη γνώση της εποχής του, και κατόρθωσε να συλλέξει έργα σε παπύρους που υπερέβαιναν τους 500.000 σε αριθμό. Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησαν τόσο Ο Πτολεμαίος ο Α όσο και οι διάδοχοί του προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους ήταν σίγουρα μοναδικές. Ο Πτολεμαίος Γ συνέταξε μια επιστολή “προς όλους τους ηγεμόνες του κόσμου”, ζητώντας να δανειστεί τα βιβλία τους, (Γαλην. 17.1). Όταν οι Αθηναίοι του έστειλαν τα κείμενα του Ευριπίδη του Αισχύλου και του Σοφοκλή, εκείνος τα αντέγραψε και επέστρεψε πίσω τα αντίγραφα, κρατώντας τα πρωτότυπα για τη βιβλιοθήκη. Επίσης, όλα τα πλοία που ελλιμενίζονταν στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, ήταν υποχρεωμένα να υποστούν έρευνα όχι για λαθρεμπόριο, αλλά για παπύρους που αντιγράφονταν και παραδίδονταν πίσω στους κατόχους τους, αν το επιθυμούσαν. Αυτές οι ανορθόδοξες μέθοδοι, στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύουν τον πρώτο συστηματικό τρόπο συλλογής έργων. Όπως είναι φυσικό η συσσώρευση της γνώσης στην Βιβλιοθήκη είχε ως αποτέλεσμα και την άνθηση των επιστημών.

Μαθηματικά: Οι αλεξανδρινοί μαθηματικοί εργάστηκαν ιδιαίτερα πάνω στη γεωμετρία, αλλά γνωρίζουμε πως έγιναν συγκεκριμένες έρευνες πάνω στη θεωρία των αριθμών. Ο Ερατοσθένης ο Βιβλιοθηκάριος ασχολήθηκε με μια μέθοδο για την ανακάλυψη νέων πρώτων αριθμών. Ο Εύδοξος ο Κνίδιος, της Ακαδημίας του Πλάτωνα, έγινε γνωστός μια την ανάπτυξη μιας πρώιμης μεθόδου ολοκλήρωσης, για τη χρήση των αναλογιών στα προς επίλυση προβλήματα και τη χρήση τύπων για τη μέτρηση τρισδιάστατων σχημάτων. Ο Πάππος, σοφός του 4ου αιώνα, ήταν ένας από τους τελευταίους Έλληνες μαθηματικούς, ο οποίος επικεντρώθηκε στους μεγάλους αριθμούς και τη μέτρηση των ημικυκλίων (βλ. Χειρ. Βατικανού). Επίσης, ήταν εκείνος που ουσιαστικά μετέφερε στο δυτικό κόσμο μετουσιωμένη την αστρολογία που μελέτησε από ανατολικές πηγές. Τέλος ο Θέων και η κόρη του Υπατία συνέχισαν τις σπουδές στα μαθηματικά, σχολιάζοντας έργα των προγενεστέρων τους, αλλά κανένα από τα έργα τους δε διασώθηκε.

Αστρονομία: Για τους αλεξανδρινούς αστρονόμους η αστρονομία δεν ήταν απλά μια προβολή της τρισδιάστατης Γεωμετρίας στο χρόνο, αν και έτσι την κατέταξαν πολλοί από τους Έλληνες επιστήμονες. Ο Ερατοσθένης έφτιαξε έναν κατάλογο 44 αστερισμών, καταγράφοντας μάλιστα και τους σχετικούς μύθους που τους συνόδευαν, ενώ παράλληλα καταχώρησε σε έναν άλλο κατάλογο 475 απλανείς αστέρες. Επίσης, υπολόγισε την περιφέρεια της γης με σχετική ακρίβεια και προχώρησε στην υπόθεση πως όλες οι θάλασσες επικοινωνούν μεταξύ τους. Στη συνέχεια υπέθεσε πως είναι δυνατός ο περίπλους της Αφρικής και ισχυρίστηκε πως είναι δυνατόν να φτάσει κανείς στις Ινδίες, πλέοντας δυτικά από τις Ηράκλειες Στήλες. Ο Ίππαρχος με τη σειρά του επινόησε το μήκος και το πλάτος, εισάγοντας το σύστημα διαίρεσης του κύκλου σε 360 μοίρες από τη Βαβυλώνα. Επίσης, υπολόγισε τη διάρκεια του έτους με ακρίβεια της τάξης των 6 λεπτών και κατασκεύασε χάρτη των αστερισμών και των άστρων. Ο ίδιος προχώρησε στην υπόθεση πως τα άστρα γεννιούνται και πεθαίνουν. Τέλος, ο Αρίσταρχος ο Σάμιος εφάρμοσε την αλεξανδρινή τριγωνομετρία για να εκτιμήσει την απόσταση και το μέγεθος του ήλιου και της σελήνης, ενώ ταυτόχρονα διατύπωσε τη θεωρία του ηλιοκεντρικού συστήματος, για την οποία κατηγορήθηκε σφοδρά. Τριακόσια χρόνια αργότερα ο Πτολεμαίος επεξεργάστηκε μαθηματικά το σύστημα των επικυκλίων για να υποστηρίξει το γεωκεντρικό σύστημα του Αριστοτέλη, το οποίο επιβίωσε ως δόγμα κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους.

Γεωμετρία – Μηχανική: Οι αλεξανδρινοί γεωμέτρες επεξεργάστηκαν τις αρχές που έθεσαν οι προγενέστεροι Έλληνες μαθηματικοί με νέα στοιχεία, τα οποία άντλησαν από τις βαβυλωνιακές και αιγυπτιακές πηγές γνώσης. Λέγεται πως ο Δημήτριος ο Φαληρέας προσκάλεσε τον Ευκλείδη να διδάξει στην Αλεξάνδρεια, το έργο του οποίου «Στοιχεία» υπήρξε η βάση της γεωμετρίας επί σειρά αιώνων. Οι διάδοχοί του, ιδιαίτερα ο Απολλώνιος του 2ου π.Χ. αιώνα και ο Ίππαρχος του 2ου μ.Χ. αιώνα, συνέχισαν την έρευνά του στα κωνικά σχήματα. Ο Αρχιμήδης, ένας από τους πρώτους σχολαστικούς που συνδέονταν με την Αλεξάνδρεια εφάρμοσε τις αστρονομικές και γεωμετρικές Θεωρίες στην κίνηση μηχανικών συσκευών. Ανάμεσα στις εφευρέσεις του κατατάσσονται ο μοχλός και ο κοχλίας, ενώ διατύπωσε και την αρχή της άνωσης. Η υδραυλική με τη σειρά της είναι μια επιστήμη που γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, πάνω στη βάση των «Πνευματικών» του Ήρωνα και γνώρισε μεγαλειώδη ανάπτυξη, δυστυχώς χωρίς εκτεταμένες εφαρμογές.

Ιατρική: Οι Αλεξανδρινοί ανέπτυξαν, επίσης, την επιστήμη της ανατομίας, καθώς είχαν το πλεονέκτημα της μελέτης πολλών ειδών από το ζωολογικό πάρκο που βρισκόταν σύμφωνα με τις περιγραφές κοντά στη Βιβλιοθήκη, αλλά και παρατήρησης των μεθόδων ταρίχευσης, σύμφωνα με τα ταφικά έθιμα της Αιγύπτου. Ένας από τους πρώτους επιστήμονές της, ο Ηρόφιλος συνέλεξε και συνέθεσε τον κώδικα του Ιπποκράτη και προχώρησε σε δικές του μελέτες. Αυτός πρώτος διαχώρισε τα νεύρα και τον εγκέφαλο ως ενιαίο σύστημα, καθόρισε τη λειτουργία της καρδιάς, την κυκλοφορία του αίματος και πιθανώς άλλα ανατομικά χαρακτηριστικά. Ο διάδοχός του Ερασίστρατος συγκεντρώθηκε στο πεπτικό σύστημα και τα αποτελέσματα της διατροφής και διατύπωσε τη θεωρία πως η διατροφή, τα νεύρα και ο εγκέφαλος επιδρούν στις νοητικές ασθένειες. Τελικά, κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα ο Γαληνός διεξήγαγε εκτενείς έρευνες, τις οποίες συνέθεσε σε δεκαπέντε βιβλία για την ανατομία και την τέχνη της ιατρικής.