Η Μπουλντόζα του πολιτισμού.

Η «Αρχόντισσα» βρυχήθηκε βίαια και ξεκίνησε με φούρια, σταματώντας λίγα μόλις εκατοστά μακριά από το μπουλούκι των εργατών, που κινούνταν απειλητικά εναντίον της, απωθώντας τους με βία.

Ο Μανόλης, που ήταν πίσω απ’ το τιμόνι της μπουλντόζας σηκώθηκε, σηκώνοντας ψηλά τη γροθιά του και έσκουξε με όλη τη δύναμή του «Δεν περνάτε από επαέ, ό,τι και να μου κάμετε. Πίσω μπρε κερατάδες και σας έφαγα» και πάτησε πάλι το γκάζι απειλητικά.

Το Μανολιό, όπως τον έλεγαν οι φίλοι του, δεν ήταν πάντα έτσι βίαιος. Απεναντίας, όλοι τον ήξεραν ως έναν ήρεμο άνθρωπο του σπιτιού, της δουλειάς και της παρέας.

Ο ίδιος δήλωνε, μεταξύ σοβαρού κι αστείου, πως είχε μονάχα τρεις αγάπες στη ζωή του με πρώτο και καλύτερο το Γιαννάκη, τον μικρό γιο του που τον λάτρευε.

Ύστερα, έβαζε τη γυναίκα του, την Καλλιόπη, την «Αρχόντισσά» του, όπως συνήθιζε να την αποκαλεί, που τη γνώρισε στην πρώτη Δημοτικού και την αγάπησε με την πρώτη ματιά.

Τελευταία ερχόταν η μπουλντόζα του, που είχε αποκτήσει με τα χρήματα της κληρονομιάς που του άφησε ο γέροντας πατέρας του, πεθαίνοντας το 2013. Η «Αρχόντισσα», με το όνομά της να φιγουράρει με τεράστια κόκκινα γράμματα πάνω στο κίτρινο φόντο της καμπίνας του οδηγού, ήταν ένα αμερικάνικο θηρίο, 16 τόνων, μια ακάματη εργάτρια της οικοδομής, με την ατσάλινη φαγάνα της έτοιμη να σηκώσει τόνους χώματος, να μετακινήσει βράχους ή να κάνει βόλτα το μικρό Γιαννάκη γύρω-γύρω απ’ τη γειτονιά.

Όμως, υπήρχε ακόμη μια αγάπη, που δεν την ομολογούσε ανοιχτά. Και αυτή δεν ήταν άλλη απ’ τη λατρεία του για τα αρχαία μνημεία. Μια λατρεία που την απόκτησε ως εργάτης των ανασκαφών στο χωριό της γυναίκας του, δουλεύοντας μαζί με τους αρχαιολόγους του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Στην αρχή, βέβαια, το έκανε μόνο για τα ένσημα, μέχρι που μια μέρα συνάντησε τον έρωτα ανάμεσα στα χώματα.

Ήταν αργά το απόγευμα μιας Πέμπτης, η ανασκαφή είχε σταματήσει και αυτός με την «Αρχόντισσα» μάζευε τα χώματα που είχαν ήδη ελέγξει οι αρχαιολόγοι, για να τα αποθέσει στο παρακείμενο χωράφι που χρησιμοποιούνταν για το σκοπό αυτό. Καθώς, όμως, η φαγάνα γύρισε για να αδειάσει το φορτίο της, του φάνηκε πως διέκρινε μια λάμψη λευκή, μαρμάρινη, να χάνεται στο βουναλάκι με τα πεταμένα μπάζα της ανασκαφής.

Ο Μανόλης σταμάτησε αμέσως, έσβησε τη μηχανή, κατέβηκε το σκαλοπάτι και έψαξε βαθιά, ανάμεσα σε πέτρες και σβόλους να βρει τι ήταν αυτό που του είχε κινήσει την περιέργεια. Δεν πέρασε λίγη ώρα, όταν, στις άκρες των δαχτύλων του, κάτι βαρύ και λείο τον σταμάτησε. Άνοιξε την τρύπα καλύτερα, βρήκε τα όρια του μακρόστενου αντικειμένου και το τράβηξε με προσοχή για να απακαλυφθεί ένα άγαλμα μικρού παιδιού σαν το Γιαννάκη, το αγόρι του, που τότε πήγαινε στην Πέμπτη Δημοτικού.

Στην ανασκαφή τον αναγορεύσανε σε ήρωα και ο «Γιαννάκης» κοσμούσε, πλέον, το τοπικό μουσείο με το όνομα, μάλιστα, που ο ίδιος του είχε αποδώσει. Από τότε ο Μανόλης αγάπησε τα αρχαία με πάθος μοναδικό. Έτσι, έπαιρνε το γιο του και γυρνούσαν στα μουσεία, αγόραζε βιβλία και πήγαινε σε κάθε ανασκαφή που μπορούσε, ως επίσημος πλέον αρχιεργάτης της αρχαιολογίας.

Αλλά τα καλοκαίρια δεν κρατούσανε πολύ, οι ανασκαφές κλείνανε και το χειμώνα ξαναγύριζε στην οικοδομή. Πριν μερικές μέρες, μάλιστα, είχε ξεκινήσει να δουλεύει στα θεμέλια ενός νέου Mall, που χτιζόταν κοντά στο λιμάνι του Ηρακλείου. Η δουλεία ήταν πυρετώδης, τα χρονοδιαγράμματα στενά και η μπουλντόζα του δούλευε νυχθημερόν, για να πέσουν τα μπετά στην ώρα τους.

Ήταν αργά το μεσημέρι και ο αρχαιολόγος που επόπτευε το σκάμμα είχε πάει σπίτι του να ξεκουραστεί, όταν η ατσάλινη φαγάνα της μπουλντόζας ακούμπησε πάνω σε πέτρα. Ο έμπειρος Μανόλης κατάλαβε ότι χτύπησε κάτι σημαντικό, κατέβηκε και ανέσυρε, με χέρια που έτρεμαν, ένα μικρό κορινθιακό κιονόκρανο, απίστευτης ομορφιάς, μέσα από το σκάμμα. Ο υπεύθυνος γούρλωσε τα μάτια του κοίταξε πίσω από την πλάτη του να δει αν τους είχε προσέξει κανείς. Αμέσως μετά χαλάρωσε, γιατί κατάλαβε πως ήταν μόνοι οι δύο τους και του ψιθύρισε σιγανά στο αυτί: «Ρίξε το ξανά μέσα να πέσουν τα μπετά και από μένα έχεις ένα ζεστό πεντοχίλιαρο στο χέρι».

Ο Μανόλης κοίταξε στον υπεύθυνο, κοίταξε και το κιονόκρανο και κάτι έβρασε μέσα του. «Ουστ από εδώ, μρε διάολε τσ’ απολειμμάρες σου!» ξεφώνισε, σπρώχνοντας τον χαρτογιακά που τον κοιτούσε με μάτια σκληρά. «Δεν το θάβω, μ’ ακούς! Θα γενεί φασαρία.»

Ο υπεύθυνος έτρεξε να φέρει γρήγορα εργάτες και τη μπετονιέρα μα ο Μανόλης δεν κιότεξε. Καβάλα στη μπουλντόζα του απώθησε τα συνεργία, όταν, ξαφνικά, ακούστηκε από μακριά ο ήχος της μπετονιέρας να πλησιάζει.

Τα δυο ατσάλινα θηρία αναμετρήθηκαν στήθος με στήθος, μα η «Αρχόντισσα» με ένα θυμωμένο χτύπημα της κόρνας και μια βίαιη εφόρμηση έστειλε πίσω τον ογκώδη ανταγωνιστή της. Ο Μανόλης έκατσε για ώρα πάνω από το σκάμμα και δεν υποχώρησε ούτε στις απειλές για μηνύσεις, ούτε σε εκκλήσεις για δωροδοκία.

Σε λίγο έφτασε η αστυνομία αλλά και τα κανάλια και το θέμα πήρε μεγάλες διαστάσεις. Βέβαια, λίγους μήνες αργότερα όλα είχαν τελειώσει.

Στα εγκαίνια του Mall είχαν έρθει παράγοντες πολλοί, ένας υπουργός, βουλευτές όλων των κομμάτων, ο Δήμαρχος και ο Μητροπολίτης και πλήθος κόσμου για να θαυμάσει τα νέα μαγαζιά.

Ανάμεσά τους, άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους, βρισκόταν και ο Μανόλης με δάκρυα στα μάτια, καθώς ξεκινούσε η λειτουργία στο βυζαντινό εκκλησάκι που ο ίδιος διέσωσε και οι ιδιοκτήτες αναγκάστηκαν να αναστηλώσουν, στην πλατεία του νέου εμπορικού κέντρου της πόλης του Ηρακλείου.