Το Εργαστήρι Γραφής “Επιλογή” ξεκινάει και φέτος την πορεία του με νέους και παλιούς μαθητές, για να δώσει έκφραση στην ξέχειλη δημιουργικότητα των οθονόπληκτων νέων. Ακολουθήστε μας λοιπόν στο πρώτο μας Θέμα με τίτλο: “Μυθικές διαστάσεις καθημερινών περιστατικών.”
Ακολουθεί κείμενο μπούσουλας για ενδιαφερόμενους και μη.
Προχτές συνάντησα το Φύλακα – Άγγελό μου και ήταν πορτοκαλής.
Ό, τι και να μου πεις δεν μου αλλάζεις γνώμη. Εγώ τον συνάντησα τον Φύλακα -Άγγελό μου, τον αναγνώρισα και πλέον ξέρω πως μοιάζει.
Εσύ τί πιστεύεις; Ο Φύλακας – Άγγελος είναι μύθος ή πραγματικότητα;
Σίγουρα, η συγκεκριμένη θεματολογία είναι πιασάρικη και τα τζιμάνια του Χόλυγουντ την έχουν τραβήξει απ’ τα μαλλιά εδώ και δεκαετίες. Τόνοι βιβλίων και χιλιόμετρα μαγνητοταινιών έχουν αφιερωθεί στις θείες παρεμβάσεις πάντα με το ίδιο μοτίβο.
Πρωταγωνίστρια είναι σχεδόν πάντα μια ευειδής νεαρή γυναίκα με αθώο παρουσιαστικό, η οποία, εντελώς ξαφνικά, και με τρόπο που ποικίλει, ανάλογα με τη φαντασία του σεναριογράφου, βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο. Η μονότονη ζωή που ζούσε μέχρι τότε φαίνεται να φτάνει σ’ ένα απρόσμενο τέλος, καθώς ένα αυτοκίνητο, μια νταλίκα, ένα καδρόνι, μια ψηστιέρα, ένα χρωματιστό χαρτί υγείας με άρωμα βανίλια ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων απειλεί να κόψει το νήμα της απόλυτα αρχειοθετημένης καθημερινότητας της αθώας κορασίδας.
Και τότε, σαν από θαύμα, συμβαίνει η θεία παρέμβαση, συνήθως με τη μορφή ενός καλογυμνασμένου και ηλιοκαμένου νεαρού σωτήρα. (Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί είναι ηλιοκαμένος, ίσως γιατί τα γυρίσματα αυτών των ταινιών λαμβάνουν μέρος το Σεπτέμβριο, μετά τα καλοκαιρινά μπάνια, αλλά ποιος δίνει δεκάρα.)
Ο σωτήρας αυτός όχι μόνο θα σώσει τη ζωή της απειλούμενης δεσποινίδας αλλά, ταυτόχρονα, θα την βγάλει και από το τέλμα της ανιαρής ζωής της και είτε: Α) θα τη ζητήσει σε γάμο -στην περίπτωση που το άγιο πνεύμα τον έβαλε στο δρόμο της- ή: Β) θα είναι ο ίδιος άγγελος, οπότε χαραμίζεται το μαύρισμα και οι κοιλιακοί και οδηγούμαστε νομοτελειακά σε γλυκανάλατο ηθικοπλαστικό μήνυμα και μάλιστα σε οικογενειακή συσκευασία.
Πάντα στο τέλος η ηρωίδα μεταμορφώνεται σε αξιέραστο θηλυκό, ξεχνώντας της αξυρισιές του παρελθόντος, προκαλώντας, έτσι, πολλαπλά εγκεφαλικά και στον ανδρικό πληθυσμό, που -παρεμπιπτόντως- εξαναγκάστηκε να παρακολουθήσει την ταινία, γνωρίζοντας πως, αν δεν το έκανε, θα το πλήρωνε ακριβά και για τουλάχιστον μία διετία από την τρυφερή, κατά τα άλλα, συμβία του.
Πάντως σ’ εμένα δεν συνέβη καθόλου έτσι. (Όχι πως θα με χαλούσε η εναλλακτική).
Ήταν μεσημέρι, τα μαθήματά μου ξεκινούσαν σε πέντε λεπτά κι’ εγώ πάνω στο μηχανάκι μου το τελευταίο που πρόσεχα ήταν ο δρόμος. Βλέπετε, έπρεπε να κάνω ανασκόπηση των επερχόμενων ωρών: « Άραγε σήμερα ποιος θα έχει διαβάσει και ποιος όχι; Ποιος χρωστάει γραπτά, ποιος πρέπει να πιεστεί και με ποιο τρόπο;» και άφηνα τον έλεγχο της οδήγησης στο ασυνείδητό μου, που συνήθως επιτελεί με αξιοπιστία GPS τέτοια τετριμμένα καθήκοντα.
Εξάλλου, σ’ ένα δρομολόγιο που εκτελώ τουλάχιστον δύο φορές την ημέρα γνώριζα καλά πως μόνο δύο διασταυρώσεις ήταν δυνητικά επικίνδυνες και αυτές τις είχα ήδη αφήσει πίσω μου. Τώρα, με τη σιγουριά που προσφέρει μόνο η εμπειρία επιτάχυνα σ’ έναν άδειο κυριολεκτικά δρόμο, για να φτάσω μια ώρα αρχύτερα στον προορισμό μου, χωρίς να υπολογίζω καθόλου το αναπάντεχο.
Και αυτό, τελείως αναπάντεχα, μου εμφανίστηκε με τη μορφή μιας καμπυλωτής ουράς, που η άκρη του ματιού μου εντόπισε να εξέχει από ένα κοντινό πεζοδρόμιο και να κινείται προς την κατεύθυνσή μου, πίσω ακριβώς από ένα γκρι αυτοκίνητο το οποίο προσέγγιζα με ταχύτητα.
Ο χρόνος αντίδρασής μου ήταν λιγοστός και έπρεπε να δράσω σε στενό περιθώριο λίγων μόνο δευτερολέπτων, πριν η ρόδα μου συναντηθεί με τη γάτα, με τα γνωστά σε όλους αποτελέσματα.
Τα χέρια μου ασυναίσθητα έσφιξαν τα φρένα και τα πόδια μου κατέβηκαν για να σταθεροποιήσουν την πίσω ρόδα που γλιστρούσε στο οδόστρωμα, και όλα αυτά για να σταματήσω εκατοστά πριν ξεπροβάλει από την άκρη του παρακείμενου αυτοκινήτου μια αξιαγάπητη, πορτοκαλιά, γατίσια φάτσα.
Οι καρδιακοί παλμοί μου κάλπασαν από την ξαφνική ένταση και άρχισα να ξεφυσάω για να αποδιώξω την ένταση του φρεναρίσματος, όταν τα βλέμματά μας, το δικό μου και της γάτας, διασταυρώθηκαν μοιραία.
Όχι δεν ήταν το άγγιγμα του έρωτα. Ήταν όλη η ξεφτίλα μποτιλιαρισμένη σε μια ματιά.
Πόση θιγμένη περηφάνεια ανάμεικτη με περισσή περιφρόνηση σηκώνει ένα βλέμμα; Μάλλον αρκετή, καθώς αισθάνθηκα, αντικρύζοντας τον εαυτό μου μέσα από τα μάτια του γάτου, να μετατρέπομαι σε ένα βουναλάκι αχνιστής, βουβαλίσιας κοπριάς.
Σαν αμετακίνητος σωρός περιττωμάτων, λοιπόν, έμεινα για δύο – τρία δευτερόλεπτα να κοιτάζω το μικρό αιλουροειδές, που με κάρφωνε ανελέητα με τα μάτια του, να προσεγγίζει αργά, με την ουρά του όρθια σαν σημαία σε παρέλαση, το απέναντι πεζοδρόμιο. Έπειτα, σαν να ξυπνάω από ένα μαγικό ξόρκι μετατροπής της κοπριάς σε άνθρωπο, σιχτίρισα και έστρεψα την προσοχή μου στο δρόμο, ανάβοντας πάλι τη μηχανή που είχε σβήσει λόγω του περιστατικού.
Δεν πρόλαβα να ξεκινήσω, όταν με σταμάτησε, πάλι, το απότομο στρίγγλισμα των ελαστικών ενός αυτοκινήτου που έβαζε με φόρα την όπισθεν στο, άκακο συνήθως, σταυροδρόμι που απείχε μόλις λίγα μέτρα μπροστά μου. Ο ασυνείδητος καραγκιόζης που το οδηγούσε, μη θέλοντας, προφανώς, να χάσει χρόνο μετά από μια λανθασμένη επιλογή του, αποφάσισε να βάλει με φόρα την όπισθεν κι’ όποιον πάρει ο Χάρος.
Και ο Χάρος θα έπαιρνε εμένα, που το μόνο που δεν θα υπολόγιζα ήταν να με χτυπήσει αυτοκίνητο με την όπισθεν σε μονόδρομο, την ώρα που θα διέσχιζα κανονικά το δρόμο μου.
Μούντζωσα το βλάκα, φωνάζοντας σε άπταιστα γαλλικά την άποψή μου για την αξιαγάπητη μανούλα του και ξεκίνησα το δρόμο μου.
Το ασυνείδητο πάλι στη θέση του οδηγού κι εγώ να αναλογίζομαι το πώς, καμία φορά, σε γλιτώνει ένα τυχαίο περιστατικό, που τη στιγμή που συνέβαινε αντιμετώπισες σαν μια αναποδιά, τις θεϊκές παρεμβάσεις που μπορούν να μασκαρευτούν σε τυχαία περιστατικά, τους γάτους που μπορούν να είναι οι Θεοί μας, τους Φύλακες Αγγέλους…..
Επιτέλους, έφτασα στον προορισμό μου και το ασυνείδητο πήγε πάλι για ύπνο.
Χρήστος Κανέλας, Φιλόλογος
Πολύ ωραίο θέμα
Μαρίνα Νεφέλη Παπαδοφραγκάκη: «Μυθικές διαστάσεις καθημερινών περιστατικών»
Πιστεύετε στα γούρια; Και εγώ τα αμφισβητούσα μέχρι που μου συνέβη το παρακάτω γεγονός.
Ήταν πρωί της Κυριακής και περπατούσα να πάω στο μάθημα της έκθεσης, στο φροντιστήριό μου. Βλέπετε, θα έγραφα διαγώνισμα εκείνη την ημέρα και μάλιστα για δεύτερη φορά, αφού ο καθηγητής μου δεν δεχόταν να βαθμολογήσει τόσο άθλιο διαγώνισμα όσο το αρχικό μου γραπτό.
Ήμουν αγχωμένη για το αν θα θυμάμαι όσα διάβασα, αν θα έχω ιδέες και έμπνευση, διότι τη προηγούμενη φορά υστερούσα σε όλα αυτά. Έτσι, περπατούσα στο δρόμο, προσπαθώντας να ανακαλέσω στο μυαλό μου όσα διάβασα προηγουμένως, χωρίς ωστόσο να καταφέρω τίποτα ουσιαστικό. Έφερα το χέρι μου στο μέτωπο μου και δυσανασχέτησα σκεπτόμενη το διαγώνισμα.
Ξαφνικά, καθώς περπατούσα κάτω από ένα δέντρα έπεσε πάνω στο κεφάλι ένα κουκουνάρι. Το είδα και μου φάνηκε όμορφο, οπότε το πήρα μαζί μου. Συνέχισα να περπατάω και ξαφνικά μου ήρθαν στο μυαλό όλα όσα διάβασα και μάλιστα με αξιοσημείωτη ακρίβεια. Κοίταξα το κουκουνάρι με απορία και αναρωτήθηκα γιατί τα θυμήθηκα όλα μόλις το κράτησα.
Έφτασα στο φροντιστήριο, μπήκα στην αίθουσα εξέτασης. Ο καθηγητής με κοίταξε με αυστηρό βλέμμα και όταν του είπα ότι σκοπεύω να γράψω καλά πέθανε στο γέλιο.
Εν τέλει μου έδωσε τη κόλλα και εγώ άρχισα να γράφω, κρατώντας για γούρι το κουκουνάρι στη τσέπη της ζακέτας μου. Πότε δεν ξαναείχα τέτοια έμπνευση, αφού έγραφα ασταμάτητα, ενώ ο καθηγητής στο τέλος έτριβε τα μάτια του, γιατί δεν πίστευε ότι το γραπτό αυτό άνηκε σε έμενα.
Με βαθμολόγησε με 19 και παρήγγειλε πίτσα για να γιορτάσουμε το απίστευτο γεγονός με τους άλλους καθηγητές και τα παιδιά. Ξέρω πια πως η πίτσα αυτή είναι μόνο η αρχή. Είμαι πλέον βέβαιη πως το τυχερό μου κουκουνάρι θα με κάνει καθηγήτρια Πανεπιστημίου.
Λιάνα Κουναλάκη «Μυθικές διαστάσεις καθημερινών περιστατικών.»
Δεν ήμουν προετοιμασμένη γι’αυτό που θα συνέβαινε εκείνο το βράδυ. Ήταν χειμώνας, μία καυτή Κυριακή του χειμώνα..κλασσική Ελλάδα. Εγώ, στο σπίτι κλεισμένη διαβάζοντας κι όταν δε διάβαζα ή θα έτρωγα ή απλά θα περίμενα να περάσει ο χρόνος, έτσι αργά και παθητικά. Να, για παράδειγμα καθόμουν στο υπολογιστή κι έψαχνα ξενοδοχεία στη Νέα Υόρκη. Όχι πως θα πήγαινα, απλώς έτσι, ήθελα να ονειρευτώ λιγάκι. Κι ο Θεός μου φύλαγε μία πολύ μεγάλη έκπληξη. Εκείνο το βράδυ, το όνειρο της ζωής μου θα εκπληρωνόταν. Μέσα σε μία μόνο νύχτα! Απίστευτο, κι όμως…»αληθινό».
Όταν οι δείκτες του ρολογιού συναντήθηκαν, ήρθε η ώρα να πάω κι εγώ να κοιμηθώ. Η αλήθεια είναι πως είχα κουραστεί αρκετά. Τα μάτια μου πονούσαν και λογικό αφού ήμουν προσηλωμένη σε μια οθόνη για τόσες ώρες. Είχα διασκεδάσει όμως. Βλέποντας κάτι ξένο, κάτι μοντέρνο, μα πιο πολύ κάτι χλιδάτο. Η χλιδή, το στοιχείο μου. Κι αυτό που έβλεπα; Νέα Υόρκη, φυσικά. Εντάξει, δεν είναι μόνο η Νέα Υόρκη που με ελκύει. Γενικά, οτιδήποτε μακριά από τη χώρα μου που να είναι χλιδάτο (και για μένα η χλιδή είναι ακόμη και κάτι απλό, όπως μια πεντακάθαρη πόλη). Αυτή η δίψα για τα ταξίδια δε θα σβήσει ποτέ. Πάω, λοιπόν, να ξαπλώσω στο κρεβάτι, πρώτα δόντια, φυσικά, κι εκεί που πάω να κλείσω τη μπαλκονόπορτα, με χτυπάει κρύος αέρας. Σοκαρισμένη εγώ κοιτάω την πρόγνωση του καιρού στο διαδίκτυο, 25 βαθμοί. Μα καλά πως γίνεται αυτό; Και να κρυώνω εγώ όλο και πιο πολύ. Βγαίνω, τέλος πάντων, έξω και ξαφνικά…
…Ξαφνικά δε νιώθω τη γη κάτω απ’τα πόδια μου. Αιωρούμαι. Πετάω. Δεν ήξερα αν έπρεπε να βάλω τα γέλια ή τα κλάματα. Προς το παρών έβαλα τα γέλια, γιατί είχε πολύ πλάκα. Κάνω δύο περιστροφές γύρω από τον εαυτό μου, τσιμπάω και το χέρι μου να σιγουρευτώ πως είναι αληθινό και αμέσως μετά χωρίς δεύτερη σκέψη φεύγω. Πού πήγαινα; Ούτε κι εγώ ήξερα. Όπου με βγάλει ο δρόμος…βασικά όπου με βγάλει ο άνεμος. Και πετάω, πετάω, πετάω και σιγα σιγά το συνηθίζω. Παραξενεύτηκα πως έγινε και δεν το θεώρησα τόσο απίθανο. Μετά από λίγο έγινε φυσιολογικό, κιόλας. Λίγες ώρες αργότερα, κουρασμένη εγώ, βλέπω κάτι φώτα από μακριά. Πολλά φώτα. Πλησιάζω και τι ήταν; Η Αθήνα. Κάποτε την έβλεπα από ψηλά μέσα από μια φωτογραφία, τώρα την έβλεπα και ζωντανά. Μα σκέφτηκα πως είναι κρίμα να κατέβω στην Αθήνα αφού έχω την επιλογή να φύγω από την Ελλάδα.
Κάνω λοιπόν μια περιστροφή προς τα αριστερά και τσουπ εμφανίζεται ένα αγόρι πάνω σε ένα χαλί. Όχι δεν ήταν ο Αλαντίν. Ήταν ένα πανέμορφο αγόρι, κοντά στην ηλικία μου, που απ’ ότι κατάλαβα από τα σπαστά αγγλικά του ήταν Γάλλος. Εκείνο το βράδυ ζούσε ο,τι ακριβώς ζούσα κι εγώ. Τη μαγεία του να ταξιδεύεις! Εε να μην τα πολυλογώ, βολεύτηκα πάνω στο χαλί και ξεκινήσαμε για μία νέα περιπέτεια. Φτάσαμε μέχρι την Ιταλία, είδαμε τη Ρώμη από ψηλά και ήταν μαγικά. Η επιβλητικοί ναοί, με τον φωτισμένο τρούλο από πάνω, έκλεψαν την παράσταση. Ο Pierre (έτσι έλεγαν το αγόρι με το χαλί) κατέβηκε κάτω κι έκλεψε ένα μεγάλο πιάτο με ολόφρεσκα, λαχταριστά μάφινς από ένα τραπέζι σε μια καφετέρια. Ήταν ντροπή, το ξέρω, αλλά η πείνα μου ήταν μεγάλη και η λαχταριστή μυρωδιά τους μου έδιναν ένα λόγο παραπάνω να τα φάω. Επόμενος προορισμός, η Τσεχία. Περάσαμε την Κροατία και την Αυστρία, καθώς ο .. τις είχε επισκεφτεί λίγο πριν φτάσει στην Αθήνα και με συναντήσει. Η Πράγα ήταν τόσο μαγική κι αυτή όπως και η Ολλανδία που πήγαμε αργότερα. Είχαν κάτι ελκυστικό που δεν μπορώ να εξηγήσω ακριβώς αλλά αυτό που ξέρω είναι πως μέσα μου ήμουν ευτυχισμένη. Η ιδέα του να πετάς, να ταξιδεύεις με παρέα έναν άγνωστο και μαζί με νέους τόπους να γνωρίζεις κι αυτόν είναι απλά μαγική!
Εκείνη τη στιγμή δε θα ζητούσα τίποτε άλλο από το Θεό πέρα από αυτό που ζούσα τότε. Είναι απίστευτο να ζεις το παρόν χωρίς να σε νοιάζει ούτε τι θα γίνει αλλά και ούτε τι άφησες πίσω σου. Κι επειδή εγώ και ο Pierre ειμαστε αχόρταγοι είπαμε να δοκιμάσουμε λίγες ελβετικές σοκολάτες. Λίγο μακριά μάς έπεσε η Ελβετία, αλλά άξιζε τον κόπο. Κι αφού φτάσαμε και «βουτήξαμε» αρκετές σοκολάτες ώστε να φουσκώσουμε, είπαμε να εκμεταλλευτούμε τη «δωρεάν» μεταφορά και να γευτούμε λίγο αμερικάνικο αέρα. Όμως ξημέρωνε, κι έπρεπε να γυρίσουμε σπίτι πρωτού ξημερώσει για τα καλά. Αποχαιρέτησα τον Pierre ελπίζοντας πως θα τον ξαναδώ, άρχισα πάλι να πετάω και γύρισα σπίτι. Και κάπου εκεί μεταξύ του δρόμου και της γειτονιάς μου ξαφνικά άκουσα τη μαμά να μου φωνάζει:
-Ξύπνα, Λιάνα. Θα αργήσεις πάλι στο σχολείο.
Μου πήρε λίγο χρόνο να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί και αφού ξεκαθάρισα λίγο τα πράγματα κατέληξα στο συμπέρασμα πως ήταν απλά ένα όνειρο. Ένα όνειρο μέσα από το οποίο έζησα το μεγαλύτερό μου όνειρο. Δεν απογοητεύτηκα πολύ, διότι ένιωθα πως πράγματι την προηγούμενη νύχτα είχα ζήσει αυτή τη μαγεία. Ένιωθα, άλλωστε, τόσο κουρασμένη που ήταν σαν όντως να είχα ζήσει μια περιπέτεια. Ποιος ξέρει; Ίσως και να την έζησα. Αυτό που σίγουρα δεν ήξερα ήταν πως σε λίγα χρόνια, θα πήγαινα στη Γαλλία για σπουδές και εκεί θα γνώριζα έναν Pierre που όλως τυχαίως θα είχε δει το ίδιο όνειρο με μένα κάμποσα χρόνια πριν.