Η Πύλη των Ονείρων

Χτες το βράδυ είχα ένα όνειρο. Αλλά δεν ήταν οποιοδήποτε όνειρο.

Ο Μορφέας δεν συνηθίζει να με επισκέπτεται συχνά.

Βέβαια, ίσως κι’ εγώ τον διώχνω με τον τρόπο μου. Βλέπετε, πέφτω για ύπνο μόνο όταν δεν γίνεται αλλιώς. Μόνο όταν τα μάτια μου, σπρωγμένα από την κούραση της μέρας, σφαλίζουνε από μόνα τους, παρά τη θέλησή μου.

Και η κούρασή μου αυτή μοιάζει με βύθισμα σε σκοτεινά νερά ενός ατάραχου ωκεανού, σε εποχές αρχέγονες, πολύ πριν η ζωή ξαφνιάσει με τα πεισματικά της ξεσπάσματα τη γαλήνια επιφάνεια των υδάτων.

Χτες, όμως, η νύχτα μού επιφύλασσε εκπλήξεις.

Άνοιξα τα μάτια μου σ’ έναν άλλο καιρό, σ’ έναν άλλο τόπο.

Στην πρώτη μου ματιά διαπίστωσα πως οι άνθρωποι φορούσαν ρούχα παλιακά, όμοια με τις φωτογραφίες που διακοσμούσαν κάθε τοίχο στο σπίτι της Γιαγιάς μου της Μαρίκας, στην Πύλη Τρικάλων.

Ήταν νύχτα, μα μεγάλες φωτιές διώχναν το σκοτάδι και η μουσική του κλαρίνου διαπερνούσε την καρδιά μου, σαν κάλεσμα νεκρής ψυχής που αποθυμάει, έστω και για λίγο, να πάρει πίσω τη ζωή της.

Σαν μαγεμένος σήκωσα τα χέρια μου ψηλά, οι φλέβες φουσκωμένες, το δέρμα λαμπερό και αδιατάραχτο και άρχισα να κάνω τα βήματα που είναι γνωστά σε κάθε χορευτή. «Έχω χέρια εικασάχρονου.», σκέφτηκα ξαφνιασμένος.

Ο κυκλωτικός χορός ξεκίνησε, στην άμετρη σοφία του, να καταγράφει το γύρισμα των εποχών, το πέρασμα των χρόνων, το θάνατο και την αναγέννηση, την αρχή και το τέλος, με εμένα στο κεφάλι του. Γύρω μας εκατοντάδες άνθρωποι που γιόρταζαν από κοινού, κάτω από την τοξωτή γέφυρα του Άγιου Βησαρίωνα, του προγόνου μου, κι επευφημούσαν  εμένα και όλους μας, σηκώνοντας ψηλά τα ξέχειλα ποτήρια με το τσίπουρο και το κρασί.

Ο χορός μου ξεσήκωσε το πανηγύρι που ήταν στημένο κάτω απ’ τα πλατάνια, στο πιο ειδυλλιακό τοπίο της Πύλης. Οι στροβιλισμοί μου συγκέντρωναν όλο και μεγαλύτερο πλήθος νέων και γέρων, αντρών και γυναικών, που σηκώνονταν απ’ τα δεκάδες τραπέζια με το σουβλιστό αρνί, για να χειροκροτήσουν τις φιγούρες μου. Το χέρι μου το στήριζε ένας νέος, ψηλός και μπρατσωμένος άνδρας, «Ο αδελφός μου» σκέφτηκα σαν να τον ήξερα από παλιά, ενώ μπροστά μου ένας ηλικιωμένος χτυπούσε παλαμάκια με δάκρια στα μάτια, «Ο πατέρας μου» μου ήρθε στο μυαλό η ασυνείδητη διαπίστωση.

«Ποτέ μην ξεχάσεις τις ρίζες σου, παιδί μου.» φώναζε ο πατέρας μου κλαίγοντας και ακολουθώντας το ρυθμό. «Το σώμα φεύγει μακριά, μα η καρδιά μένει πάντα εδώ, πίσω, στα άγια χώματά μας.»

Και τότε το κατάλαβα. Έφευγα. Πήγαινα ένα ταξίδι μακρινό κι έπαιρνα μαζί τον αδελφό μου. Την άλλη μέρα θα εγκατέλειπα το χωριό μου, την Πύλη Τρικάλων, τη Θεσσαλία, την Ελλάδα. Άνοιγαν οι πύλες της Αμερικής.

Έψαξα μέσα μου αλλά δεν βρήκα πόνο. Ο νέος αυτός, το σώμα του οποίου καταλάμβανα, δεν βίωνε την απώλεια του τόπου του με τον ίδιο τρόπο που την ένιωθαν οι γύρω του. Έψαξα βαθύτερα να βρω και άλλα στοιχεία που μας συνέδεαν και αισθάνθηκα χαρά.

Ο Γιώργος ήθελα να φύγει. Ο Γιώργος Γκανάς, ο προπάππους μου. Αυτός ήμουν στον ύπνο μου. Αυτός είχε προτείνει το ταξίδι των αδελφών Γκανά στην Αμερική.  Η κρίση του 1897 δεν είχε πλήξει ιδιαίτερα την πλούσια οικογένειά του. Αυτός όμως το χρησιμοποίησε σαν δικαιολογία  να ανοίξει τα φτερά του, να ξανοιχτεί σε νέους ορίζοντες, να ξεδιπλώσει την ευφυία, του, να τολμήσει το ακατόρθωτο, να ζήσει εμπειρίες πρωτόγνωρες.

Ένα χέρι με ξάφνιασε, επαναφέροντάς με στο χορό. Ένα χέρι λευκό, τρυφερό και γυναικείο, που αποζητούσε να βρει τόπο να περάσει και να με χωρίσει απ’ το χέρι του αδελφού μου. Το άφησα να μας χωρίσει και ξάφνου δίπλα μου ήρθε και χόρεψε η Άννα, η πιο όμορφη κόρη του χωριού, στην πιο συμβολική κίνηση που θα μπορούσε να συμβεί σε πανηγύρι μεταξύ ενός ανύπαντρου άντρα και μιας νεαρής γυναίκας. Το στόμα της χαμογελούσε, το χέρι της με κρατούσε με θέρμη και τα μάτια της φώναζαν σε κάθε τόνο: «Είμαι δική σου, αν το θέλεις. Θα σε περιμένω να γυρίσεις.»

Το στήθος μου φούσκωσε από περηφάνεια από την πανώρια ξανθιά που μου κράταγε το χέρι. Οι φιγούρες μου άρχισαν να γίνονται πιο γρήγορες, τα άλματά μου πιο ψηλά, σαν μια υπόσχεση συνεύρεσης αρσενικού και θηλυκού, που εντείνονταν όσο ο χορός τελείωνε.

Η μουσική σταμάτησε, ο χορός διαλύθηκε κι’ εγώ κατευθύνθηκα στο τραπέζι μου να συναντηθώ με τους δικούς μου, όταν, μέσα στην πολυκοσμία κάτι με σκούντηξε. Γύρισα και αντίκρυσα τα πιο έντονα μαύρα μάτια που είχα αντικρίσει ποτέ στη ζωή μου. Μάτια γνώριμα, μάτια της προγιαγιάς μου, της Θυμιούλας.

Μέσα στον κόσμο με πλησίασε, καρφώνοντάς μέ με το βλέμμα της και με σιγανή αλλά έντονα φορτισμένη φωνή ψιθύρισε: «Οι άλλοι δεν σε ξέρουν, αλλά εγώ σε νιώθω, Γιώργο Γκανά. Ένας δειλός είσαι, ένας κιοτής. Φεύγεις απ’ τις υποχρεώσεις σου και αφήνεις πίσω έρημο. Ορκίσου πως δεν θα ξαναρθείς στο άγιο Ευαγγέλιο. Ορκίσου, μπας και μπορέσω να αναπνεύσω πάλι!»

Το βλέμμα, η ένταση, το πάθος ήταν τόσο έντονο που δεν άντεξα, ξύπνησα με δάκρυα.

Υστερόγραφο: Το όνειρο όντως συνέβη και με ταξίδεψε πολύ παραπέρα απ’ το σημερινό επεισόδιο. Ο Γιώργος Γκανάς πήγε στην Αμερική και στα όνειρά μου είδα πράγματα, που δεν θα μπορούσα ποτέ να μάθω, αν όντως συνέβησαν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Pin It on Pinterest

Share This