Ο καιρός έχει αλλάξει μετά την πρόσφατη νεροποντή.

Βγαίνω έξω και αμέσως οι αισθήσεις μου ξυπνάνε από μια νότα δροσιάς που διαποτίζει την είσοδο της πολυκατοικίας, μια μυρωδιά Φθινοπώρου, που αναδίδει τόσο έντονα παντού η αναβλύζουσα από τα νοτισμένα χώματα υγρασία.

Με ένα χαμόγελο στα χείλη απ’ το υγρό τοπίο, απομεινάρι από το ογκώδες άλμπουμ των βροχερών, μαθητικών μου αναμνήσεων, βοηθάω τα παιδιά να μανουβράρουν τις σχολικές τους τσάντες μακριά από τις λάσπες του πεζοδρομίου.

Και οι λάσπες βρίσκονται παντού. Η σκόνη από τις εργασίες στο δρόμο έχει εξαφανιστεί, αλλά φεύγοντας μάς άφησε για αναμνηστικό ένα μουντό, καφέ χρώμα που καλύπτει τα πάντα: τους δρόμους, τα φύλα των δέντρων, το αυτοκίνητό μου.

Οι πόρτες κλείνουν, η μηχανή ανάβει, τα λάστιχα γλιστράνε στο οδόστρωμα.

«Μπαμπά, ανοίγεις το ραδιόφωνο;» ρωτάει η μεγάλη μου κόρη, αφού περάσω την επικίνδυνη στροφή στο σταυροδρόμι, αλλά εγώ δεν την ακούω.

Το βλέμμα μου έχει κολλήσει στη μάγισσα που χορεύει με τη μαγική της σκούπα στο απέναντι πεζοδρόμιο.

Είναι σίγουρα μια μάγισσα. Η εξασκημένη φαντασία μου έχει μάθει να αναγνωρίζει τα ιδιαίτερα όντα αυτού του κόσμου.

Την ελέγχω προσεκτικά αλλά και πάλι επιβεβαιώνω την πρώτη μου εντύπωση.

Πρόκειται για μια μορφή βγαλμένη από τους πίνακες της Αναγέννησης. Είναι ψηλή και γεματούλα, με κυματιστά μαλλιά βαμμένα σ’ ένα ακαθόριστο πορτοκαλο-καφετί χρώμα, που σαν καταρράχτης κυλάνε κάτω από τους ώμους της και στεφανώνουν ένα πρόσωπο λευκό και στρουμπουλό, χαραγμένο με τα σημάδια της συγκέντρωσης στο ξόρκι που ετοιμάζεται να εξαπολύσει.

Οι κινήσεις της μαγγανείας της κοφτές και αυστηρές, λακωνικές, που κάνουν την μακριά, παρδαλή της φούστα να στροβιλίζεται σε κάθε γύρισμα του σώματος και τα μαλλιά της να σηκώνονται σε κάθε φύσημα του αέρα.

Και ιδού, το ξόρκι εμφανίζεται.

Η σκούπα της, ένα εργαλείο μαγικό, μεταμορφώνεται από απλό, ψάθινο οικιακό εργαλείο σ’ έναν ισχυρό μαγνήτη φύλλων που ελκύει με μιας τα πεσμένα φύλλα κάτω απ’ τις παρκαρισμένες μηχανές και τ’ αυτοκίνητα, για να τα αποθέσει στο μικρό της κάδο, που μοιάζει, ξάφνου, να χωράει όλα τα σκουπίδια της πόλης.

Μόνη παραφωνία το φωσφοριζέ γιλεκάκι του δήμου, για να κρύβει τις μαγικές της ικανότητες και να περνά απαρατήρητη στα μάτια των κοινών θνητών.

«Μπαμπά, ανοίγεις το ραδιόφωνο;» Η φωνή της κόρης μου με ξυπνάει απ’ την ονειροπόληση και προχωράω μηχανικά, με μάτια γουρλωμένα από την έκπληξη.

«Πρέπει να μου φάνηκε» ισχυρίστηκε ο προσγειωμένος μου εαυτός, προσπαθώντας να υποβαθμίσει το γεγονός, αλλά εγώ απέρριψα τις λογικοφανείς του μπούρδες, γιατί ήξερα καλά τι είχα βιώσει.

Από εκείνη την ημέρα άρχισα να προσέχω περισσότερο τους εργαζόμενους στην καθαριότητα του Δήμου μου και έχω πλέον πολλά να αποκαλύψω για τη μυστική τους δράση.

Σας το ορκίζομαι, μάλιστα, πως τις προάλλες είδα τους δύο μυθικούς ήρωες, τον Ηρακλή και τον Αχιλλέα, μεταμφιεσμένους σε εργάτες της καθαριότητας, να σηκώνουν τους κάδους σκουπιδιών της πολυκατοικίας μου και να τους φορτώνουν στο λαμπερό τους άρμα, για να μας γλυτώσουν απ΄ τη βρωμιά και τις ασθένειες.

Ναι, φαίνεται πως οι υπερήρωες βρίσκονται ανάμεσά μας και μας βοηθούν, κρυμμένοι πίσω από τη μάσκα καθημερινών ανθρώπων.

Καθημερινών ανθρώπων που εμείς επιμένουμε να υποβαθμίζουμε παρά την προσφορά τους.