Halloween

Η ρίζα της λέξης αυτής προέρχεται από το Allhalloweven και δηλώνει την παραμονή (eve) της γιορτής των Αγίων Πάντων (All Hallows Day – All Saints Day), δηλαδή την πρώτη του Νοέμβρη. Παλιά, στις κελτικές χώρες πίστευαν, πως οι ψυχές των πεθαμένων περιπλανώνται στη γη ως τη γιορτή των Αγίων Πάντων. Το βράδυ, λοιπό, πριν από τη γιορτή οι ψυχές είχαν την τελευταία τους ευκαιρία να εκδικηθούν όποιον τους έκανε κακό όσο ζούσαν, οπότε, όσοι νόμιζαν πως είχαν λόγο να ανησυχούν, μεταμφιέζονταν για να μην τους αναγνωρίσει το πνεύμα που ζητούσε εκδίκηση. Ως αφιέρωμα στη γιορτή αυτή, λοιπόν, αποφάσισα να μετασκευάσω μια παλιά μου ιστορία με πρωταγωνιστές της γνωστές μορφές του φροντιστηρίου «Επιλογή».

Το περιεχόμενο είναι προϊόν μυθοπλασίας. Ή μήπως όχι;

Enjoy at your own risk.

ΤΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

«Δεν πήραμε εμείς τα χρήματα.» ξεστόμισε με ψεύτικη αγανάκτηση ο Γιάννης.

«Η κάμερα ασφαλείας δείχνει άλλα πράγματα.» απάντησε ο καθηγητής απότομα.

«Οι εκβιασμοί σου δεν θα περάσουν, παλιοξεφτίλα.» φώναξε αγανακτισμένος ο Κώστας. «Τα λεφτά δεν ήταν πολλά, χέστηκα αν το μάθουν όλοι, χέστηκα κι’ αν το πεις στη μάνα μου ή στη Θειά μου την Καλλιόπη, ακούς; Φύγε τώρα από την πόρτα να βγούμε έξω.» είπε και άρχισε να σηκώνεται.

«Ναι! Πάμε να φύγουμε από εδώ. Αυτό το μέρος με ανατριχιάζει.» ψιθύρισε ο Θανάσης, τρίβοντας το σώμα του σαν να κρύωνε, χρησιμοποιώντας αυτή την κίνηση σαν προκάλυψη για να ενεργοποιήσει την καταγραφή φωνής στο κινητό του. «Για πες μας τώρα, κύριε Κανέλα, ποιος ήταν ο λόγος που μας έφερες να μιλήσουμε ΕΙΔΙΚΑ εδώ, στο εγκαταλελειμμένο σπίτι δίπλα στο φροντιστήριο; Δεν μας πήγαινες σε κανένα καφέ καλύτερα; Η ατμόσφαιρα θα ήταν πιο φιλική.»

«Και διάλεξες και νυχτερινή ώρα, τρομάρα σου.» κάγχασε υποτιμητικά η Ειρήνη, κοιτώντας το χώρο γύρω της. «Σιγά το τρομαχτικό σκηνικό.» Ο φακός της έκανε ένα γύρο στο εκτενή χώρο. «Ένα σκονισμένο υπόγειο, πέντε καρέκλες και τέσσερις ξεχαρβαλωμένες ντουλάπες στον τοίχο. Πίστευες πως θα μας τρομάξεις για να ομολογήσουμε, παλιοξεκούτη; Ε, λοιπόν γελάστηκες! Το Χαλογουίν είναι για τα μαγαζιά και τα πιτσιρίκια. Στη μπάντα τώρα να την κάνουμε.»

«Για όλα υπάρχει ένας λόγος» απάντησε ήρεμα ο Φιλόλογος, κάνοντας στην άκρη για να περάσουν ανεμπόδιστα.

Ο Θανάσης έμεινε για λίγο άναυδος. Για ένα μόλις δευτερόλεπτο τού είχε φανεί πως ο βαρύς άνδρας, στην προσπάθειά του να τους ανοίξει το δρόμο, είχε αιωρηθεί οριζόντια αντί να βαδίσει. «Τι στο διάβολο…» αναλογίστηκε, κουνώντας το κεφάλι, για να καθαρίσει τις σκέψεις του. Κοίταξε τους άλλους, μήπως τυχόν το αντιλήφθηκαν κι’ εκείνοι, αλλά τον καθησύχασε η ψύχραιμη, σχεδόν αδιάφορη στάση τους. «Θα πρέπει να μου φάνηκε.» ψιθύρισε, σπεύδοντας προς την έξοδο.

«Η πόρτα δεν ανοίγει. Δώσε μας το κλειδί τώρα!!!» φώναξε ο Κώστας αγριεμένα και στράφηκε με άγριες διαθέσεις ενάντια στο μεσήλικα. Άρπαξε το πανωφόρι του με δύναμη και, σφίγγοντας το δεξί του χέρι σε γροθιά, το κούνησε απειλητικά κοντά στο πρόσωπο του καθηγητή.

«Δεν υπάρχει λόγος να γίνεστε βίαιοι. Είμαι σίγουρος πως δεν θέλετε να επιβαρύνετε τη θέση σας.» αποκρίθηκε εκείνος με σταθερή φωνή.

«Άσε τα κόλπα και φέρε το κλειδί» ανταπάντησε κάπως φοβισμένα ο Γιάννης. «Κώστα, μην κάνεις καμία βλακεία και τον χτυπήσεις. Δεν θέλουμε τους μπάτσους εδώ.» και άγγιξε ασυναίσθητα την τσέπη που έκρυβε το χασίς.

Στο δευτερόλεπτο που όλοι στράφηκαν προς το Γιάννη, ο Θανάσης παρατήρησε με δέος κάτι το αφύσικο. Ο καθηγητής με ταχύτητα σχεδόν εξωπραγματική άπλωσε το χέρι του και άγγιξε με τα μακριά του δάχτυλα (είχαν άραγε μαύρα νύχια ή του φάνηκε;) τον κρόταφο του Κώστα, ο οποίος αμέσως ατόνησε.

«Ηρεμήστε, παιδιά» είπε ο φιλόλογος, χαμογελώντας καθησυχαστικά και τραβώντας το ενδιαφέρον όλων πάλι πάνω του. «Μπορείτε να φύγετε ό,τι ώρα θέλετε. Δεν θα σας εμποδίσω στο ελάχιστο, ούτε θα καλέσω τις αρχές.» και κοίταξε με νόημα το Γιάννη. «Θα ήθελα όμως να μου κάνετε τη χάρη και να ακούσετε πρώτα μια ιστορία. Μετά είστε ελεύθεροι να κάνετε ό,τι νομίζετε.»

Για ένα μικρό διάστημα επικράτησε σιωπή.

«Να! Ο φίλος σας ο Κώστας συμφωνεί κι έρχεται μαζί μου.» είπε καθώς οδηγούσε τον Κώστα πίσω στην καρέκλα του. «Γιατί δεν κάθεστε κι εσείς; Σας υπόσχομαι πως θα το διασκεδάσουμε. Κι έκατσε κι’ αυτός πίσω στην καρέκλα του.

«Κώστα, είσαι καλά;» ρώτησε ο Θανάσης με αγωνία; «Παιδιά, κάτι του έκανε, τον είδα να τον ακουμπά στο πρόσωπο.»

«Μάλλον χέστηκε μόλις άκουσε για μπάτσους.» ειρωνεύτηκε η Ειρήνη. «Πες την ιστορία σου Γέρο να τελειώνουμε.» κι έκατσε κι εκείνη κάτω.

Ο καθηγητής σιγουρεύτηκε πως έκατσαν όλοι πριν αρχίσει να διηγείται την ιστορία του.

«Το σπίτι αυτό δεν είναι τυχαίο, όπως ίσως μαντέψατε από την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του. Ανήκε κάποτε στον πλούσιο εφοπλιστή Λ. Ιανέρη, γνωστό για τις εκτεταμένες συλλογές του και το ενδιαφέρον του στις σκοτεινές τέχνες. Ο ίδιος, εξάλλου, πίστευε βαθιά στο μυστικισμό, καθώς απέκτησε σημαντικό κομμάτι της περιουσίας του ακολουθώντας πιστά τις συμβουλές μάγων και αστρολόγων.

Αυτός, όμως, που του είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση ήταν ένας μυστηριώδης Ζωροάστρης ιερέας από την Περσία, που συνάντησε σ’ ένα από τα ταξίδια του στον Κόλπο του Άντεν. Το όνομά του ήταν Έλα Κχαν και ήταν άνθρωπος που εξέπεμπε ιδιαίτερη σαγήνη και γοητεία, ενώ όλοι μιλούσαν με θαυμασμό για την απίστευτη αξιοπιστία των προβλέψεών του.

Μέσα στα χρόνια που έμεινε δίπλα στο πλάι του εφοπλιστή δεν είχε μόνο συμβάλλει καθοριστικά στην αύξηση του πλούτου του, αλλά τον είχε προστατεύσει ταυτόχρονα και από την προδοσία ενός από τους πιο πιστούς συνεργάτες του, ενώ, όταν η γυναίκα του , η αξιαγάπητη Λίνα, αρρώστησε από μια σπάνια ασθένεια, αυτός εξασφάλισε τα μέσα για τη θεραπεία της. Ως συνέπεια έχαιρε και της απόλυτης εμπιστοσύνης του Έλληνα κροίσου.

Τότε ήταν που του έβαλε και την ιδέα να ανακαλύψουν το ισχυρότερο μέσο μαντείας του αρχαίου κόσμου, της Βίβλου των Νεκρών.»

Στο άκουσμα του γνωστού αυτού ονόματος ο Θανάσης σαν να ξύπνησε από τη σαγήνη της Ιστορίας. Ο αρχαιολόγος παππούς του ανέφερε συχνά αυτό το βέβηλο τέχνεργο με θαυμασμό ανάμεικτο με τρόμο. Έλεγε πως οι δαιμονικές επικλήσεις που ήταν αποτυπωμένες με αίμα στις σελίδες του ήταν υπεύθυνες για πλήθος φυσικών καταστροφών, όπως αυτή που προκάλεσε την πτώση του Μινωικού πολιτισμού, ενώ σκοτεινές φήμες το συνέδεαν με ένα σεισμό στο Ηράκλειο 90 χρόνια πριν.

Αυτή η γνώση τον βοήθησε να αποσπαστεί από τη μαγεία των λόγων της διήγησης και τον επανάφερε στη ζοφερή πραγματικότητα. Με έκπληξη, λοιπόν, διαπίστωσε πως πυκνή ομίχλη σκέπαζε πλέον το πάτωμα του υπόγειου δωματίου, ενώ εκεί που πριν καθόταν ο φιλόλογος τώρα έστεκε μια αποτρόπαιη, σκελετωμένη μορφή, σκυφτή από το βάρος των αιώνων και καλυμμένη από κίτρινους, πολυκαιρισμένους επιδέσμους. Η φωνής του τέρατος συνέχιζε απρόσκοπτα τη μαγική της διήγηση, ενώ με το δεξί της χέρι, που έλαμπε απόκοσμα με μια κίτρινη λάμψη, απομυζούσε ενέργεια από τον Κώστα, που αιωρούνταν δύο μέτρα πάνω απ’ την καρέκλα του.

Η απεγνωσμένη κραυγή του Θανάση αντήχησε στο χώρο «Άφησέ τον, Τέρας!» Αλλά η διαδικασία ήταν αναπότρεπτη. Ο μικρός μαθητής δευτερόλεπτο στο δευτερόλεπτο γερνούσε μέρες, μήνες, χρόνια, μέχρι που κατάντησε ένας σαπισμένος σκελετός, που αφέθηκε να πέσει στο έδαφος με έναν ανατριχιαστικό θόρυβο. Οι λυγμοί του Θανάση δεν ανέκοψαν τη αποτρόπαιη διήγηση ούτε στο ελάχιστο.

«Οδηγός μας στην αναζήτηση της ανίερης Βίβλου ήταν ένας μαυριδερός Αιγύπτιος φακίρης, γνωστός με το εξωτικό όνομα Πλατ-Α-Νία, ή Ούρα της Καμήλας στη Γλώσσα των Βερβέρων. Ο λιπόσαρκος αυτός, ομοφυλόφιλος φακίρης ήταν εξοικειωμένος με τις αρχαίες γραφές και πίστευε πως γνώριζε το ακριβές μέρος ταφής του αντικειμένου, που με τόση θέρμη αναζητούσαμε. Μετά από παλινωδίες εβδομάδων και άκαρπες αναζητήσεις η επιθυμητή τοποθεσία επιβεβαιώθηκε τόσο από την ερμηνεία ενός αποσπάσματος μιας ομιλίας του Ερμή του Τρισμέγιστου, όσο κι από ένα όραμα του Έλα Κχαν και οι ανασκαφές ξεκίνησαν.»

Το πτώμα της Ειρήνης είχε αφεθεί σαπισμένο πάνω στην καρέκλα της όταν δύο από τις ντουλάπες άνοιξαν με πάταγο. Μέσα από τις πόρτες ο Θανάσης διέκρινε δύο όρθιες πέτρινες σαρκοφάγους, ενώ το σύρσιμο των βαριών πέτρινων καπακιών τους προανήγγειλε την άφιξη δύο ακόμη απέθαντων τεράτων, μια κοντής απέθαντης μορφής με μια τεράστια προεξοχή στη θέση της μύτης και μιας γυναικείας με μακριά μαύρα μαλλιά. Ο Θανάσης μαζεύτηκε με τρόπο για να μην τραβήξει την προσοχή τους αλλά αυτές αδιαφόρησαν γι’ αυτόν και στράφηκαν στο Γιάννη, αρχίζοντας να ξεσκίζουν τις σάρκες του και να τις τρώνε με ξεφωνητά αγαλλίασης.

Ο Θανάσης έχοντας σχεδόν χάσει τα λογικά του έτρεξε στην πόρτα και την χτυπούσε, φωνάζοντας ταυτόχρονα για βοήθεια ελπίζοντας στην παρέμβαση κάποιου περαστικού.

«Οι ανασκαφές συνεχίζονταν αποκαλύπτοντας σταδιακά το άδυτο ενός απόκρυφου ναού. Μετά από δύο βδομάδες κουραστικής δουλειάς κάτω από τον καυτό ήλιο βρισκόμασταν μπροστά στη λύση του μυστηρίου. Μια τεράστια, μαύρη πόρτα από βασάλτη μας έκλεινε το δρόμο, ενώ ακόμη πιο απαγορευτικές ήταν οι προειδοποιήσεις που επιχειρούσαν να μας αποτρέψουν από το να ανοίξουμε τις πύλες του ναού. Έλεγαν για έναν υπερασπιστή του ναού, τον Πρωθιερέα Λιο-Κα-Λο, ή αλλιώς “το ημικάραφλο φως της λογικής”, που θα υπερασπιζόταν το βιβλίο μέχρι τέλους και για μια κατάρα που θα έκανε τις ψυχές των νεκρών να ζουν αιώνια και τα σώματά τους να τρέφονται με σάρκες αθώων παιδιών. Φυσικά αγνοήσαμε τις προειδοποιήσεις και η πόρτα άνοιξε με εκρηκτικά μετά από λίγες ώρες.

Υπό το φόβο της ανακάλυψης και υπεξαίρεσης του πολύτιμου φορτίου μας, μεταφέραμε τη βαρύτιμη σαρκοφάγο που βρήκαμε εντός του ναού σε κάποιο φορτηγό και μετά με το πιο γρήγορο πλοίο που βρήκαμε πίσω στο Ηράκλειο. Η σαρκοφάγος ανοίχθηκε σ’ αυτό ακριβώς το δωμάτιο και έτσι ξεκίνησε η κατάρα που μας κρατάει ζωντανούς για 90 χρόνια, πριν ο κύκλος σφραγιστεί με μια μεγάλη θυσία και έναν εξίσου μεγάλο σεισμό.» ολοκλήρωσε η Μούμια του Έλα Κχαν, σπαταλώντας το λιγοστό χρόνο που απέμεινε αποσπώντας τα κλεμμένα χρήματα από τα ρούχα των νεκρών.

Το πέτρινο σύρσιμο των άλλων δύο καπακιών αντήχησε στο δωμάτιο και νέες πεινασμένες μορφές φάνηκαν στο χώρο και κατευθύνθηκαν προς το Θανάση. Ο μικρός πρόλαβε να αναγνωρίσει το λιπόσαρκο φακίρη στο σώμα της μιας μούμιας και στην άλλη το “ημικάραφλο φως της λογικής”, καθώς κρατούσε στο χέρι του ένα τεράστιο, μαύρο βιβλίο. Το χέρι του φακίρη με τα γαμψά μαύρα νύχια του διαπέρασε το στήθος του Θανάση τη στιγμή που αυτός περνούσε το κινητό του κάτω από την αμπαρωμένη πόρτα για να επιβιώσει, ίσως, κάποιο πειστήριο του εγκλήματος. Ο σεισμός ξεκίνησε…

90 χρόνια μετά μια ανακοίνωση αναρτήθηκε στο φροντιστήριο δίπλα στο ερειπωμένο σπίτι. «Όποιος πήρε χρήματα από το ταμείο του Φροντιστηρίου καλείται να φανερωθεί τώρα, αλλιώς……»

Pin It on Pinterest

Share This