«Ο πατέρας μου πέθανε λίγο πριν γεννηθώ, από το ξέσπασμα της Ισπανικής Γρίπης το 1931. Η μητέρα μου, 6 χρόνια αργότερα. Κι η αιτία; Μια ξαφνική, αδιευκρίνιστη ασθένεια.»
Το κιτρινισμένο, παλιό τετράδιο που η μάνα μου άφησε χτες στο γραφείο μου, φάνταζε απομεινάρι μιας ξεχασμένης εποχής. «Ήταν του προπάππου σου, του Χρήστου» ήταν το μόνο πράγμα που μου είπε, πριν φύγει.
Χτες το πρωί την είχα πρήξει και πάλι με την εμμονή μου: «Θέλω να σταματήσω τα μαθήματα. Το σχολείο δεν με βγάζει πουθενά» της έλεγα με πείσμα. Κι όταν εκείνη άρχισε τα γνωστά «Μπλα, μπλα, μπλα» την έγραψα, κάνοντας πως κοιτάζω το κινητό μου.
«Χαμένος κόπος» ψέλλισε ύστερα από λίγο, φεύγοντας κι εγώ την αποχαιρέτησα γελώντας, ξέροντας πως είχα κερδίσει για άλλη μια φορά.
Αυτή τη φορά, όμως, είχε έναν άσσο στο μανίκι της.
«Αφού δεν σου βάζω μυαλό εγώ, μίλα με τον προπάππου σου, τον Χρήστο» μου είπε, αφήνοντάς με μόνη με το τετραδιάκι. «Δυστυχώς, πέθανε πριν τον γνωρίσεις. Όμως, ίσως κάτι μπορεί να σου πει το ημερολόγιό του».
«Χαμένος κόπος» έκραξα πίσω της κι εγώ για εκδίκηση, πετώντας το απολειφάδι πάνω στο κρεβάτι μου. Και δεν το έπιασα παρά αργά το βράδυ, όταν ο ύπνος δεν έλεγε να έρθει με τίποτα.
«Γεια σου, Παππού» το χαιρέτισα, καθώς το άνοιγα από περιέργεια, περιεργαζόμενη τις αρχαίες ημερομηνίες και τα καθαρά, ολοστρόγγυλα γράμματά του.
«Με μεγάλωσαν οι θείες μου και οι έξι μεγαλύτερες αδερφές μου. Η μάνα μου μού έλλειπε συνέχεια…»
«Τουλάχιστον δεν θα σε έπρηζε..» του απάντησα οργισμένα, σκεπτόμενη τη σχέση μου με τη δική μου μάνα, όμως συνέχισα.
«Τα παιδικά μου χρόνια ήταν χαρούμενα αλλά φτωχικά. Το φαγητό λίγο. Δεν είχα παπούτσια και το μόνο μου παντελονάκι ήταν χιλιομπαλωμένο απ’ τα σκισίματα του παιχνιδιού»
Γύρισα και είδα την ξέχειλη ντουλάπα μου. Αμέσως, μια μικρή τύψη βασάνισε τη συνείδησή μου, καθώς μόλις χτες γκρίνιαζα στη μάνα μου πως δεν έχω τίποτα να φορέσω.
«Το σχολείο ήταν μια διαφυγή για μένα. Τα βιβλία άνοιγαν την πόρτα σ’ έναν κόσμο μαγικό. Ήδη από την πρώτη Δημοτικού ήθελα να γίνω Δάσκαλος»
«Κοίτα να δεις. Κι εγώ το ίδιο» σκέφτηκα. Μετά, βέβαια, ήρθαν τα παιχνίδια στο διαδίκτυο, τα κοινωνικά δίκτυα, οι παρέες. Πού χρόνος για τέτοια όνειρα;
«Η φτώχεια, όμως, και η ορφάνια δεν υπολογίζουν από όνειρα. Έπρεπε να παρατήσω το σχολείο νωρίς. Δούλευα σε δυο δουλειές για να τα καταφέρουμε. Το πρωί αγωγιάτης και το απόγευμα αγρότης.»
«Έλα ρε φίλε» είπα μ’ έναν κόμπο στο λαιμό, αφού η μάνα μου δεν μου είχε πει τίποτα γι’ αυτή την ιστορία. «Κοίτα να δεις βάσανα.»
«Ακόμη κι όταν μεγάλωσα, όσο κι αν προσπάθησα να μεταδώσω το όνειρό μου, τα παιδιά και τα εγγόνια μου δεν αγαπούσαν τα γράμματα. Τα παράτησαν»
«Το ίδιο και η μαμά!» σκέφτηκα, ξέροντας καλά πως το είχε μετανιώσει πικρά.
«Ίσως οι επόμενοι τα καταφέρουν. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία!»
Έκλεισα το ημερολόγιο κι έπεσα για ύπνο με μια περίεργη αίσθηση.
Το άλλο πρωί είχα ξυπνήσει με μια περίεργη λάμψη στα μάτια και μια απόφαση στέρεα εμπεδωμένη στο μυαλό μου.
«Ε, λοιπόν, παππού θα σε δικαιώσω εγώ» δήλωσα δυνατά, πηδώντας απ’ το κρεβάτι μ’ ένα βλέμμα όλο αποφασιστικότητα.
«Όχι μόνο για να κάνω τα όνειρά μας πράξη…» είπα κι έριξα ένα σατανικό χαμογελάκι,
«… αλλά και για να την λέω στην μάνα μου… για όλη την υπόλοιπη ζωή της».