Λιάνα Κουναλάκη “Μυθικές διαστάσεις καθημερινών περιστατικών.”

Δεν ήμουν προετοιμασμένη γι’αυτό που θα συνέβαινε εκείνο το βράδυ. Ήταν χειμώνας, μία καυτή Κυριακή του χειμώνα..κλασσική Ελλάδα. Εγώ, στο σπίτι κλεισμένη διαβάζοντας κι όταν δε διάβαζα ή θα έτρωγα ή απλά θα περίμενα να περάσει ο χρόνος, έτσι αργά και παθητικά. Να, για παράδειγμα καθόμουν στο υπολογιστή κι έψαχνα ξενοδοχεία στη Νέα Υόρκη. Όχι πως θα πήγαινα, απλώς έτσι, ήθελα να ονειρευτώ λιγάκι. Κι ο Θεός μου φύλαγε μία πολύ μεγάλη έκπληξη. Εκείνο το βράδυ, το όνειρο της ζωής μου θα εκπληρωνόταν. Μέσα σε μία μόνο νύχτα! Απίστευτο, κι όμως…”αληθινό”.

Όταν οι δείκτες του ρολογιού συναντήθηκαν, ήρθε η ώρα να πάω κι εγώ να κοιμηθώ. Η αλήθεια είναι πως είχα κουραστεί αρκετά. Τα μάτια μου πονούσαν και λογικό αφού ήμουν προσηλωμένη σε μια οθόνη για τόσες ώρες. Είχα διασκεδάσει όμως. Βλέποντας κάτι ξένο, κάτι μοντέρνο, μα πιο πολύ κάτι χλιδάτο. Η χλιδή, το στοιχείο μου. Κι αυτό που έβλεπα; Νέα Υόρκη, φυσικά. Εντάξει, δεν είναι μόνο η Νέα Υόρκη που με ελκύει. Γενικά, οτιδήποτε μακριά από τη χώρα μου που να είναι χλιδάτο (και για μένα η χλιδή είναι ακόμη και κάτι απλό, όπως μια πεντακάθαρη πόλη). Αυτή η δίψα για τα ταξίδια δε θα σβήσει ποτέ. Πάω, λοιπόν, να ξαπλώσω στο κρεβάτι, πρώτα δόντια, φυσικά, κι εκεί που πάω να κλείσω τη μπαλκονόπορτα, με χτυπάει κρύος αέρας. Σοκαρισμένη εγώ κοιτάω την πρόγνωση του καιρού στο διαδίκτυο, 25 βαθμοί. Μα καλά πως γίνεται αυτό; Και να κρυώνω εγώ όλο και πιο πολύ. Βγαίνω, τέλος πάντων, έξω και ξαφνικά…

…Ξαφνικά δε νιώθω τη γη κάτω απ’τα πόδια μου. Αιωρούμαι. Πετάω. Δεν ήξερα αν έπρεπε να βάλω τα γέλια ή τα κλάματα. Προς το παρών έβαλα τα γέλια, γιατί είχε πολύ πλάκα. Κάνω δύο περιστροφές γύρω από τον εαυτό μου, τσιμπάω και το χέρι μου να σιγουρευτώ πως είναι αληθινό και αμέσως μετά χωρίς δεύτερη σκέψη φεύγω. Πού πήγαινα; Ούτε κι εγώ ήξερα. Όπου με βγάλει ο δρόμος…βασικά όπου με βγάλει ο άνεμος. Και πετάω, πετάω, πετάω και σιγα σιγά το συνηθίζω. Παραξενεύτηκα πως έγινε και δεν το θεώρησα τόσο απίθανο. Μετά από λίγο έγινε φυσιολογικό, κιόλας. Λίγες ώρες αργότερα, κουρασμένη εγώ, βλέπω κάτι φώτα από μακριά. Πολλά φώτα. Πλησιάζω και τι ήταν; Η Αθήνα. Κάποτε την έβλεπα από ψηλά μέσα από μια φωτογραφία, τώρα την έβλεπα και ζωντανά. Μα σκέφτηκα πως είναι κρίμα να κατέβω στην Αθήνα αφού έχω την επιλογή να φύγω από την Ελλάδα.

Κάνω λοιπόν μια περιστροφή προς τα αριστερά και τσουπ εμφανίζεται ένα αγόρι πάνω σε ένα χαλί. Όχι δεν ήταν ο Αλαντίν. Ήταν ένα πανέμορφο αγόρι, κοντά στην ηλικία μου, που απ’ ότι κατάλαβα από τα σπαστά αγγλικά του ήταν Γάλλος. Εκείνο το βράδυ ζούσε ο,τι ακριβώς ζούσα κι εγώ. Τη μαγεία του να ταξιδεύεις! Εε να μην τα πολυλογώ, βολεύτηκα πάνω στο χαλί και ξεκινήσαμε για μία νέα περιπέτεια. Φτάσαμε μέχρι την Ιταλία, είδαμε τη Ρώμη από ψηλά και ήταν μαγικά. Η επιβλητικοί ναοί, με τον φωτισμένο τρούλο από πάνω, έκλεψαν την παράσταση. Ο Pierre (έτσι έλεγαν το αγόρι με το χαλί) κατέβηκε κάτω κι έκλεψε ένα μεγάλο πιάτο με ολόφρεσκα, λαχταριστά μάφινς από ένα τραπέζι σε μια καφετέρια. Ήταν ντροπή, το ξέρω, αλλά η πείνα μου ήταν μεγάλη και η λαχταριστή μυρωδιά τους μου έδιναν ένα λόγο παραπάνω να τα φάω. Επόμενος προορισμός, η Τσεχία. Περάσαμε την Κροατία και την Αυστρία, καθώς ο .. τις είχε επισκεφτεί λίγο πριν φτάσει στην Αθήνα και με συναντήσει. Η Πράγα ήταν τόσο μαγική κι αυτή όπως και η Ολλανδία που πήγαμε αργότερα. Είχαν κάτι ελκυστικό που δεν μπορώ να εξηγήσω ακριβώς αλλά αυτό που ξέρω είναι πως μέσα μου ήμουν ευτυχισμένη. Η ιδέα του να πετάς, να ταξιδεύεις με παρέα έναν άγνωστο και μαζί με νέους τόπους να γνωρίζεις κι αυτόν είναι απλά μαγική!

Εκείνη τη στιγμή δε θα ζητούσα τίποτε άλλο από το Θεό πέρα από αυτό που ζούσα τότε. Είναι απίστευτο να ζεις το παρόν χωρίς να σε νοιάζει ούτε τι θα γίνει αλλά και ούτε τι άφησες πίσω σου. Κι επειδή εγώ και ο Pierre ειμαστε αχόρταγοι είπαμε να δοκιμάσουμε λίγες ελβετικές σοκολάτες. Λίγο μακριά μάς έπεσε η Ελβετία, αλλά άξιζε τον κόπο. Κι αφού φτάσαμε και “βουτήξαμε” αρκετές σοκολάτες ώστε να φουσκώσουμε, είπαμε να εκμεταλλευτούμε τη “δωρεάν” μεταφορά και να γευτούμε λίγο αμερικάνικο αέρα. Όμως ξημέρωνε, κι έπρεπε να γυρίσουμε σπίτι πρωτού ξημερώσει για τα καλά. Αποχαιρέτησα τον Pierre ελπίζοντας πως θα τον ξαναδώ, άρχισα πάλι να πετάω και γύρισα σπίτι. Και κάπου εκεί μεταξύ του δρόμου και της γειτονιάς μου ξαφνικά άκουσα τη μαμά να μου φωνάζει:
-Ξύπνα, Λιάνα. Θα αργήσεις πάλι στο σχολείο.

Μου πήρε λίγο χρόνο να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί και αφού ξεκαθάρισα λίγο τα πράγματα κατέληξα στο συμπέρασμα πως ήταν απλά ένα όνειρο. Ένα όνειρο μέσα από το οποίο έζησα το μεγαλύτερό μου όνειρο. Δεν απογοητεύτηκα πολύ, διότι ένιωθα πως πράγματι την προηγούμενη νύχτα είχα ζήσει αυτή τη μαγεία. Ένιωθα, άλλωστε, τόσο κουρασμένη που ήταν σαν όντως να είχα ζήσει μια περιπέτεια. Ποιος ξέρει; Ίσως και να την έζησα. Αυτό που σίγουρα δεν ήξερα ήταν πως σε λίγα χρόνια, θα πήγαινα στη Γαλλία για σπουδές και εκεί θα γνώριζα έναν Pierre που όλως τυχαίως θα είχε δει το ίδιο όνειρο με μένα κάμποσα χρόνια πριν.

Pin It on Pinterest

Share This