Γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Τρίκαλα Θεσσαλίας και από μικρός ευχαριστούσα την τύχη μου να γεννηθώ αγόρι σ΄ αυτές τις περιοχές. Δεν ήταν δα και δύσκολο να διαπιστώσω κάτι το τόσο προφανές, αφού συνδεόταν άρρηκτα με μια σειρά κραυγαλέων προνομίων, που κανένα κορίτσι δεν μπορούσε να διανοηθεί.

Δεν ήταν μόνο ο αποκλεισμός μου από κάθε οικιακή εργασία και η ασυλία μου απέναντι σε κάθε ακαταστασία, που σε καμία περίπτωση δεν θα επιτρεπόταν στην αδελφή μου, δεν ήταν, ακόμη, το ενδιαφέρον και η ιδιαίτερη φροντίδα των συγγενών μου απέναντι στο διάδοχο του οικογενειακού ονόματος, που με έκαναν να αισθάνομαι τόσο ξεχωριστός, ήταν και κάτι άλλο, ακόμη ισχυρότερο.

Ήμουν το «Παιδί».

«Παιδιά» δεν ήταν οι ξαδέρφες μου, η αδερφή μου, ούτε κανένα θηλυκό. Μόνο εμείς τα αρσενικά μπορούσαμε να αποκαλούμασταν έτσι. «Με ένα παιδί» είναι η ευχή που συχνά δίνεται στους νιόπαντρους ακόμη και σήμερα, πάντα μετά το κλασικό: «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», μια υπενθύμιση για να μην ξεχνάμε το γεγονός πως το παρελθόν επηρεάζει καταλυτικά το παρόν μας.

Βέβαια, αυτή η κατάσταση διέγειρε την περιέργειά μου. «Γιατί άραγε να συμβαίνει κάτι τέτοιο;» αναρωτιόμουνα. Κι έτσι αναζήτησα να μάθω περισσότερες πτυχές αυτής της γερά εδραιωμένης προκατάληψης στο μόνο μέρος που οι ρίζες φτάνουν βαθιά στο παρελθόν, στη λαϊκή μας παράδοση.

Δεν χρειαζόταν βέβαια να ψάξω και πολύ, καθώς διηγήσεις παππούδων και γιαγιάδων, στίχοι δημοτικών τραγουδιών, παραμύθια και θρύλοι βροντοφώναζαν την προτεραιότητα του Άνδρα.

Πατροπαράδοτος, λοιπόν, είναι ο μύθος της πατριαρχίας στα μέρη μας, ένας μύθος που αποτυπώνεται στην εικόνα που εμείς οι Θεσσαλοί αλλά και τα πρώτα μας ξαδέλφια, οι Ηπειρώτες, είχαμε μέχρι πρόσφατα ή, σε κάποιες περιπτώσεις, εξακολουθούμε να διατηρούμε για τη σχέση μεταξύ των δύο φύλων.

Η παράδοση ενός λαού είναι αδιάψευστος μάρτυρας της ζωής του και, στην περίπτωσή μας, έχει αποκρυσταλλώσει το βίωμα σε μια σκηνή απ’ τον καθημερινό βίο: Επιστρέφοντας από τη δουλειά στο σπίτι, ο άντρας, κάθεται στητός και περήφανος πάνω στο μουλάρι, ενώ η γυναίκα του, φορτωμένη με ξύλα για το τζάκι να περπατά μπροστά, κρατώντας στα χέρια της τα γκέμια του ζώου. Γυναίκα και υποζύγιο, λοιπόν, σκυφτά και σιωπηλά υπηρετούν τον περήφανο αφέντη του σπιτιού.

Την καλύτερη, όμως, ένδειξη για την υπερίσχυση του αρσενικού και την απαξίωση του θηλυκού στοιχείου στην πατρίδα μου έμελλε να μου τη δώσει μια γυναίκα προχωρημένης ηλικίας, η Αγόρω.

Η σύνδεση του πατέρα μου για το χωριό της καταγωγής του, την Πύλη Τρικάλων, αλλά και η αγάπη των συγγενών μάς, μας έφερνε συχνά σ’ αυτό το καταπράσινο προαύλιο ενός κόσμου μαγικού, στους πρόποδες του  κατάφυτου ορεινού όγκου της Πίνδου.

Εκεί, ανάμεσα στα άλλα εξωτικά πλάσματα που ζούσαν στην Πύλη των παιδικών μου χρόνων, ζούσε και η Αγόρω, η τρελή του χωριού. Ένας άνθρωπος άκακος, γεμάτος αγάπη για όλους, αλλά ιδιαίτερα για τα απροστάτευτα ζώα του χωριού, η οποία συντηρούνταν με τη σειρά της από την αγάπη των χωριανών για τα απροστάτευτα ανθρώπινα όντα του χωριού, σε μια αλυσίδα που συντηρείται αδιάσπαστη σε κάθε ελληνική κοινότητα.

«Παππού, γιατί την λένε Αγόρω;», ρωτούσα τον άλλο Χρήστο Κανέλα, τον παππού μου. «Έτσι διάλεξε ο πατέρας της, Χρηστάκο.» μου απαντούσε αόριστα και η περιέργεια παρέμενε.

Μέχρι που σήμερα, ανοίγοντας την «Καθημερινή της Κυριακής» η απορία που είχα ως παιδί απαντήθηκε με τρόπο που με συγκίνησε, καθώς μου θύμισε την καλή αυτή ψυχή, που πέθανε πολλά χρόνια πριν.

Σ’ ένα κείμενο που αφορούσε τη δημοτική μας μουσική «Η δημοτική μουσική, οι Τσιγγάνοι και ο Πάνας» του Παντελή Μπουκάλα ανακάλυψα μια αναφορά της «Επετηρίδας του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας».

Σύμφωνα με αυτή: «Εις ολόκληρον σχεδόν την Ελλάδα πιστεύεται ό,τι, δια να αποφύγουν την συνεχή γέννησιν θηλέων τέκνων πρέπει να χρησιμοποιούν ωρισμένα ευχετικά ονόματα, τα οποία έχουν τη δύναμη της αποφυγής του κακού. Ούτω π.χ. εν Ηπείρω τα τέκνα, προ των οποίων πολλά θήλεα εγεννήθησαν, ινα σταματήσει η γέννησις άλλων καλούνται Σταμάτα, Στασινή. Εν τη κώμη Τσαμαντά της Ηπείρου το θηλυκόν όνομα Διώχνω…. Εν Φθιώτιδι οι γονείς, ίνα σταματήσει ο κακός δαίμων της θηλυγονίας, παρακαλούν τον ανάδοχον να ονομάσει Αγόρω το κορίτσι… κλπ»

Το μυστήριο, έστω και μετά την παρέλευση πολλών ετών, επιτέλους λύθηκε.

Τα κορίτσια μου δεν πρόκειται να με ρωτήσουν ποτέ γιατί ονομάζω «παιδιά» μόνο τα αγόρια, ούτε γιατί η γειτόνισσα έχει το όνομα «Αγόρω», αφού, ευτυχώς, μαζί με τις λέξεις αυτές, χάνονται σιγά σιγά και οι αδιόρατες σημασίες τους.

Και παίρνουν μαζί τους τις προκαταλήψεις μας.

[contact-form][contact-field label=”Όνομα” type=”name” required=”true” /][contact-field label=”Email” type=”email” required=”true” /][contact-field label=”Ιστοσελίδα” type=”url” /][contact-field label=”Μήνυμα” type=”textarea” /][/contact-form]

Pin It on Pinterest

Share This