Ο ΓΑΜΟΣ
Παράμετροι Άσκησης: 1. Φτιάξτε δυο ήρωες/ηρωίδες και προσπαθήστε να τους/τις γνωρίσετε σε βάθος. / 2. Ο ήρωας σας είναι καλεσμένος σε έναν γάμο. Την ώρα της δεξίωσης τον πλησιάζει ο γαμπρός και του προτείνει το χέρι για χειραψία. «Ευχαριστώ που ήρθες, φίλε/η μου» του λέει, κοιτώντας τον/την βαθιά μέσα στα μάτια, τη στιγμή που γλιστράει μέσα στην παλάμη του ένα μικρό σημείωμα./ 3. Η ιστορία ξεκινάει με έντονη ενόχληση σε μια από τις πέντε αισθήσεις – ένας εκκωφαντικός ήχος – μια εκτυφλωτική λάμψη.
Δεκέμβρης, Κέντρο Εκδηλώσεων: Αστέρια, Γάμος του γιου του μεγιστάνα των Τρικάλων: Αριστόδημου Σαράντη
«Παφ-παφ-παφ παφ»
Ο επαναλαμβανόμενος ήχος του κλείστρου της φωτογραφικής μηχανής που απαθανάτιζε τη νύφη, όπως ανέβαινε στην πίστα, ήταν απαλός, αλλά η λάμψη του φλας τόσο έντονη που τον τύφλωσε τελείως για μερικά δευτερόλεπτα.
Ο Βασίλης Παλαιοκώστας , που σιχαινόταν να χάνει τον έλεγχο σε οποιαδήποτε κατάσταση, αντέδρασε ακαριαία σαν αγρίμι που μυρίζεται την παγίδα. Με αντανακλαστικά οξυμένα απ’ τις δεκάδες ληστείες κι απ’ τις άλλες τόσες αποδράσεις του, τράβηξε το κεφάλι του στα πλάγια, τρίβοντας έντονα τα μάτια του με το δεξί του χέρι, ενώ με το αριστερό πήγε να αδράξει το πιστόλι του κάτω απ’ τη μασχάλη.
Εκείνη, όμως, τη στιγμή ένα τολμηρό γυναικείο χέρι έκοψε στη μέση την κίνησή του, φυλακίζοντας τα γεμάτα κάλους απ’ τις κακουχίες δάχτυλά του στα μακριά και λεπτεπίλεπτα δικά της. Κι όπως τα δάχτυλά τους αγκαλιάζονταν σε μια ένωση σφικτή, σχεδόν ερωτική, μια απαλή και βαθιά φωνή του ψιθύρισε στο αυτί, σηκώνοντας κάθε τρίχα στο κορμί του: «Θα χορέψεις μαζί μου;»
Το άρωμά της, αιθέριο και μεθυστικό, πλημμύρισε τα ρουθούνια του και θύμισε στον προσωρινά τυφλό πρώην έγκλειστο των φυλακών Τρικάλων κάτι που είχε ξεχάσει εδώ και μήνες. Τη φύση της γυναίκας. (πατήστε το σύνδεσμο για να ακούσετε το τραγούδι- μπιζέρισα: αγανάκτησα – κουράστηκα)
Αιντε μπιζέρισα μωρ’ μάνα, μπιζέρισα μώρ’ μάνα, μπιζέρισα μώρ μάνα
Μαντήλια να κεντώ, άιντε Μαντήλια να κεντώ…
Το τραγούδι ξεκίνησε με τη φωνή της Λένας Ζέτα, που τραγουδούσε με φωνή στητή και ρυθμική τους σκοπούς της πατρίδας του, ενώ το χρυσό κλαρίνο του Γιάννη Ζιάκου καλούσε τους παρευρισκομένους να τιμήσουν τη νύφη και το γαμπρό χορεύοντας μαζί τους στο γλέντι.
Τα πόδια του Βασίλη δεν αντιστάθηκαν στην πρόσκληση κι αν τον ρωτούσες αργότερα δεν θα μπορούσε να σου πει αν το έκανε υπακούοντας στον πανάρχαιο ρυθμό που είχε μάθει να υπηρετεί από παιδί σε πανηγύρια και γιορτές ή αν είχε παρασυρθεί απ’ τη βαθιά, γεμάτη ένταση φωνή της μυστηριώδους γυναίκας που είχε δίπλα του.
Άιντε και θα τα παρατήσω, Και θα τα παρατήσω, Και θα τα παρατήσω
Να πάω να παντρευτώ, άιντε Να πάω να παντρευτώ.
«Είσαι από εδώ; Δεν σ’ έχω ξαναδεί..» επανέλαβε η φωνή, καθώς τα βήματά τους ακολουθούσαν μπρος και πίσω το ρυθμό, περιμετρικά στην πίστα, «Είσαι συγγενής του Μάκη ή της Λίνας;» αναφερόμενη στα ονόματα του γαμπρού και της νύφης.
Με την όρασή του ακόμα περιορισμένη, η φωνή του ήθελε να βγει, μα δεν μπορούσε. Καθαρίζοντας το λαιμό του, προσπάθησε ξανά και ίσα που κατάφερε να ψελλίσει: «Είμαι του…» χωρίς να μπορεί να ολοκληρώσει τη φράση του.
Δύο μήνες είχε να μιλήσει σε άνθρωπο ο Βασίλης μετά την απόδρασή του, μιας και ήταν κρυμμένος στο παλιό υποστατικό του θείου του του Νίκου πάνω στα βουνά, για να αποφύγει τη σύλληψη. Δύο μήνες με μόνη συντροφιά ένα παλιό ραδιόφωνο και τη 45άρα μπερέτα του και μόνη του ακτίδα φωτός ένα ολοκαίνουργιο κοστούμι και μια πρόσκληση στο γάμο του γιού του Σαράντη, του Μεγιστάνα των Τρικάλων και ιδιοκτήτη της εταιρεία γαλακτοκομικών Όλυμπος.
«Είμαι… φίλος της ορχήστρας» είπε οριστικά με φωνή βεβιασμένη απ’ την προσπάθεια και ένευσε προς τον νεαρό που έπαιζε τα ντραμς, καθώς η όρασή του επέστρεφε σταδιακά.
«Έτσι εξηγείται! Δεν θα ήταν δυνατόν να μην σε προσέξω ακόμη κι αν προσπαθούσα! Και ποιο είναι το όνομά σου, γοητευτικέ ξένε;» είπε η φωνή από δίπλα του κι αυτός επιτέλους γύρισε για να την κοιτάξει.
Και γρήγορα διαπίστωσε πως η εντυπωσιακή φωνή ταίριαζε πλήρως στην κοπέλα που είχε δίπλα του.
Γιατί τώρα που μπορούσε να δει καθαρά, πώς να μην εντυπωσιαστεί απ’ τη μελαχρινή, ψηλή και αθλητική γυναίκα, που του κρατούσε το χέρι τρυφερά αλλά αποφασιστικά, με τα σχιστά και ολόμαυρα μάτια της κι ένα βλέμμα τόσο αυθάδικο κι έντονο που ένιωσε να του διαπερνά την καρδιά, σαν πυρωμένο βέλος. Μα ούτε το κορμί της πήγαινε πίσω, έτσι όπως διαγράφονταν ολοκάθαρα λαχταριστό κάτω απ’ το ολοπόρφυρο, σφικτό, σατέν της φόρεμά.
«Είμαι ο Βασίλης» της απάντησε σχεδόν χαμένος.
«Θυμιούλα, χάρηκα» του αποκρίθηκε εκείνη, χαμογελώντας και μ’ ένα θερμό σφίξιμο του χεριού της, σε κάτι που έμοιαζε με χειραψία
«Εσύ είσαι φίλη του γαμπρού ή της νύφης;» ρώτησε κι εκείνος με τη σειρά του, για να μην αφήσει τη συζήτηση να πεθάνει και στ’ αυτιά του η προσπάθειά του τού φάνηκε τόσο αδέξια όσο κι ενός σχολιαρόπαιδου στο πρώτο του ραντεβού.
«Α! Τίποτα απ’ τα δύο» απάντησε εκείνη με πλήρη φυσικότητα, τινάζοντας τα σπαστά μαλλιά της προς τα πίσω, πίσω, αφήνοντας έτσι να φανεί για μια στιγμή ο υπέροχος αλαβάστρινος λαιμός της. «Εγώ είμαι η ασφάλεια του μαγαζιού!» του είπε αποφασιστικά, γυρνώντας το κεφάλι και καρφώνοντάς τον μ’ ένα βλέμμα σκληρό και ανελέητο, κάνοντάς τον να χάσει για ένα δευτερόλεπτο τον βηματισμό του.
«Και πάντα συλλαμβάνω τον πιο…» επανέλαβε με τόνο απειλητικό, την ίδια στιγμή που ο Βασίλης έσφιξε το ελεύθερο, δεξί του χέρι σε γροθιά, «…. γοητευτικό ξένο του μαγαζιού…» είπε, γελώντας στη συνέχεια με την καρδιά της, μ’ ένα γέλιο κελαρυστό που του θύμισε μακρινές, ξέγνοιαστες στιγμές.
«Χαχαχαχαχα» παρασύρθηκε κι αυτός με το γέλιο της, σταματώντας το χορό και ξεκαρδιζόμενος στην άκρη της πίστας.
«Χαχαχα» γέλαγε κι αυτή δίπλα του. «Βασίλη, μάτια μου, φαινόσουν τόσο σφιγμένος που δεν μπορούσα να μη σε δουλέψω! Πού να έβλεπες το πρόσωπό σου, όταν σε απειλούσα. Έγινες τόσο κόκκινος που νόμιζα πως θα πάθεις εγκεφαλικό από το ζόρι!»
«Χαχαχαχα» γελούσε ο Βασίλης και τα δάκρια στα μάτια του έτρεχαν ασταμάτητα, καθώς απελευθέρωνε την ένταση μηνών, μ’ ένα γέλιο αβίαστο και καθαρτικό.
Και τότε, σαν να του έκαναν μάγια, η σφιχτή αρπάγη που είχε κλεισμένη την καρδιά του για χρόνια, αυτή που τον έκανε να μπαίνει σε τόσες και τόσες παράτολμες περιπέτειες, ξάφνου χάθηκε κι εκείνος βρέθηκε να την κοιτάει με μάτια γαληνεμένα και ήσυχα, σαν να ήταν και πάλι παιδί.
«Σ’ αρέσει να ζεις επικίνδυνα, έτσι;» τη ρώτησε όταν σταμάτησε να γελάει, σκουπίζοντας τα μάτια του απ’ τα δάκρια.
«Δεν φαντάζεστε πόσο, κύριε Μποντ!» του απάντησε εκείνη, παίρνοντας πόζα, σαν να ήταν ηρωίδα στις αντίστοιχες ταινίες δράσης. «Πάμε τώρα έξω!» του είπε στη συνέχεια, «Χρειάζομαι λίγο αέρα!» και πιάνοντάς του ξανά απ’ το χέρι τον οδήγησε προς την έξοδο.
«Βρε, τα παιδιά!» ακούστηκε εκείνη τη στιγμή μια φωνή από πίσω τους κι όπως γύρισε ο Βασίλης είδε τον Γαμπρό να πλησιάζει χέρι χέρι με τη νύφη, για να τους χαιρετίσει.
«Κύριε Σαράντη, συγχαρητήρια και βίο ανθόσπαρτο» ευχήθηκε ο Βασίλης σ’ αυτόν και στη γυναίκα του προτείνοντάς του το χέρι.
«Όχι κ. Σαράντη, σ’ εμένα, φίλε Βασίλη. Για σένα είμαι ο Μάκης, τώρα και για πάντα!» είπε ο γαμπρός, κλείνοντάς του το μάτι και δένοντας τα χέρια τους σε μια χειραψία τόσο σφιχτή, που ο πρώην κατάδικος σχεδόν δεν κατάλαβε το χαρτάκι που εκείνος προσπαθούσε να του περάσει.
Σχεδόν,…. γιατί μόλις ο Μάκης τράβηξε το χέρι του, ο Βασίλης το ψηλάφισε για ένα δευτερόλεπτο, πριν το βάλει διακριτικά στη τσέπη του.
«Μας συγχωρείτε…», γέλασε η Θυμιούλα που χαιρετούσε τη νύφη, «πάμε να πάρουμε λίγο αέρα».
«Προσοχή, Billara και… φρόνιμα!» γέλασε ο Μάκης, κλείνοντας ακόμη μια φορά το μάτι στο Βασίλη.
Το κρύο του Δεκέμβρη ήταν τσουχτερό, αλλά δεν φάνηκε να επηρεάζει την Θυμιούλα που, ξεμπλέκοντας το χέρι της απ’ το δικό του, προχώρησε λίγο παράμερα απ’ τη γραμμή των δέντρων της εισόδου και σήκωσε το κεφάλι της προς τον ουρανό.
Κι όπως στο ημίφως το κορμί της διαγράφονταν ξεκάθαρα, κάτω απ’ το σατέν της φόρεμα, φάνταξε στα μάτια του Βασίλη σαν μια νύμφη ολόγυμνη των βουνών, μια νεράιδα που στάθηκε για μια στιγμή δίπλα στα δέντρα του δάσους της για να στείλει μια προσευχή στον ουράνιο πατέρα της.
Κι ήξερε εκείνη τη στιγμή, χωρίς καμιά αμφιβολία, πως αυτή η εικόνα θα του έμενε καρφωμένη για πάντα στο μυαλό του ως η απόλυτη απεικόνιση της ομορφιάς.
Κι η Θυμιούλα, που δεν μπορούσε να φανταστεί τίποτα απ’ όλα αυτά, ανάσαινε τον κρύο αέρα με ανακούφιση. «Επιτέλους, κόντευα να σκάσω εκεί μέσα με τόση τσιγαρίλα! Εδώ τουλάχιστον ο αέρα είναι καθαρός!»
«Και με…. τι ασχολείσαι, Θυμιούλα;» τη ρώτησε άτσαλα ο Βασίλης, δαγκώνοντας τα χείλη του στην παρατήρησή της, ενώ ταυτόχρονα σταματούσε το χέρι του, που πήγαινε ενστικτωδώς να πιάσει το πακέτο και τον αναπτήρα του.
«Έχω μαγαζί με κατοικίδια» απάντησε εκείνη, συνεχίζοντας να κοιτάζει τον σπάνιο για μια τέτοια εποχή καθάριο νυχτερινό ουρανό, που προμήνυε επικό κρύο το επόμενο πρωί. «Ξέρεις, γάτες εγωίστριες, σκύλους πιστούς, τέτοια πράγματα, φίδια πονηρά, καναρίνια που κελαϊδάνε περίφημα και που και που μερικά εξωτικά ζώα, όπως…. άγριες τίγρεις. Εσύ;»
«Αλήθεια; Ουάου! Εγώ είμαι ένας ταπεινός αντιπρόσωπος του Σαράντη στην Κρήτη. Ξέρεις τώρα, φορτηγά πάνω σε πλοία, αποθήκες με τυροκομικά κι άλλα τέτοια βαρετά. Καμία σχέση με το συναρπαστικό σου επάγγελμα.»
Κι ήταν αλήθεια πως κάποτε υπήρξε εργαζόμενος σε γαλακτοβιομηχανία των Τρικάλων, αλλά νωρίς διαπίστωσε πως η σταθερή δουλειά δεν τον γοήτευε καθόλου. Και πώς να το έκανε, όταν εκείνος ήθελε κίνδυνο, ελευθερία και αδρεναλίνη σε κάθε δευτερόλεπτο. Δεν είχαν περάσει ούτε δύο μήνες από τότε που είχε ξεκινήσει, όταν εγκατέλειψε τη δουλειά του δια παντός και μετά από λίγο έκλεβε την πρώτη του τράπεζα.
«Δεν μου φαίνεσαι για τέτοιος τύπος, Βασίλη.» του είπε εκείνη παίρνοντας το βλέμμα της απ’ τον ουρανό. «Βλέπεις, εγώ έχω ένστικτο να ξεχωρίζω τους ανθρώπους.» και κάρφωσε το βλέμμα της ακόμη μια φορά στο δικό του, πλησιάζοντάς τον σε απόσταση αναπνοής. «Όταν βλέπω κάποιον, μου έρχονται εικόνες στο μυαλό μου» είπε και τον φίλησε τρυφερά στα χείλη. Κι ύστερα τράβηξε το πρόσωπό της, χαϊδεύοντας με το χέρι της τις ουλές στο πρόσωπό του «Κι εσύ μου μοιάζεις με σπαθί,… μ’ ένα ολόϊσιο αστραφτερό, ατσάλινο σπαθί. Και μου χρειάζεται ένα σπαθί αυτή τη στιγμή στη ζωή μου, Βασίλη» είπε και τον ξαναφίλησε αλλά αυτή τη φορά με πάθος κι εκείνος παραδόθηκε στα ένστικτά του και την κράτησε σφιχτά πάνω του, ψάχνοντας αχόρταγα το κορμί της κι ύστερα σηκώνοντάς την σαν πούπουλο στον αέρα, για να την κολλήσει πάνω στον κορμό του δέντρου με βία.
Πόσος καιρός πέρασε;
1 λεπτό, 1 ώρα; 1 αιωνιότητα; Δεν ήξερε να πει, καθώς χανόταν σ’ έναν κόσμο πάθους, τη στιγμή που καταπιεσμένα συναισθήματα ξεχασμένο από καιρό, ερχόταν στην επιφάνεια, διεκδικώντας ξανά μια θέση στην καρδιά του. Και η Θυμιούλα δεν πήγαινε πίσω, ανταποκρινόμενη πλήρως στο πάθος του.
Λαχανιασμένοι σταμάτησαν για λίγο και σ’ ένα δέσιμο των ματιών τους εκείνη του πρότεινε για άλλη μια φορά: «Πάμε να φύγουμε από εδώ!» κι ύστερα με αποφασιστικότητα του είπε: «Πάμε σπίτι μου!»
Κι αυτός την ακολούθησε ως το αυτοκίνητό της, βλέποντάς την να το ξεκλειδώνει με βιάση. Ξάφνου, όμως, όπως άνοιγε την πόρτα, σαν να θυμήθηκε το κρύο της βραδιάς και ρίγησε σύγκορμη, πέφτοντας πάνω του.
«Κρυώνω, μου δίνεις λίγο το σακάκι σου;» Κι εκείνος ασυναίσθητα ξεκίνησε να το βγάζει, γελώντας, καθώς το αίμα του έβραζε τόσο πολύ που σκέφτηκε πως θα μπορούσε να βαδίσει γυμνός τα 3 χιλιόμετρα που απείχαν απ’ το κέντρο ως το σπίτι της στα Τρίκαλα.
«Ευχαριστώ, μωρό μου» του είπε εκείνη, καθώς την ίδια στιγμή, περνούσε τις χειροπέδες της πρώτα απ’ το ελεύθερο αριστερό του χέρι κι ύστερα απ’ το ακόμη εγκλωβισμένο στο σακάκι του δεξί, καθηλώνοντάς τον στη θέση του με μια γονατιά στ’ αρχίδια.
«Ωχ» βόγκηξε εκείνος, καθώς διπλωνόταν ενστικτωδώς στα δυο, πριν μια επιδέξια κλωτσιά τον σπρώξει με το πρόσωπο πρώτα στην πίσω θέση του αυτοκινήτου της.
«Νόμιζες αλήθεια πως θα είσαι ασφαλής έτσι; Πως θα κατέβαινες απ’ τα βουνά και πως κανένας δεν θα σε πείραζε!» είπε η Θυμιούλα, καθώς άνοιγε τη δική της πόρτα. «Είσαι καλός Παλαιοκώστα και πρέπει να το παραδεχτώ πως φιλάς υπέροχα, αλλά εγώ είμαι ξεκάθαρα καλύτερη.» παραδέχτηκε αυτάρεσκα, καθώς καθισμένη πλέον στη θέση του οδηγού, έστρωνε στον καθρέφτη το έντονα ροζ κραγιόν της που είχε απλωθεί παντού γύρω απ’ τα σαρκώδη χείλη της μετά τα φιλιά τους.
Και όταν τελείωσε έβαλε με κεφάτη διάθεση το κλειδί στη μίζα, γυρίζοντάς το: «Το ματς δεν έχει καλά καλά ξεκινήσει και έχουμε και σκορ: Θυμιούλα – Παλαιοκώστας 1-0 και δεν σου είπα και το καλύτερο…», συνέχισε, ενώ ο Βασίλης σφάδαζε στο πίσω κάθισμα απ’ τον πόνο.
«Για πες μου, βρε Μπιλάρα, ποιος νομίζεις πως σ’ έβγαλε από τη φυλακή; Τυχαία βρήκες νομίζεις τα κλειδιά του κελιού σου ξεχασμένα πάνω στην πόρτα τη νύχτα της απόδρασης; Είχα υποψιαστεί, βέβαια τους επίορκους αστυνομικούς, αλλά κι εσύ έκανες καταπληκτική δουλειά στο να τους ξεσκεπάσεις για μένα. Έτσι, το σκορ μας τώρα είναι Θυμιούλα – Παλιοκώστας 2-0» συμπέρανε και άνοιξε το καλοριφέρ του αυτοκινήτου, γιατί η θερμοκρασία είχε πέσει πολύ κάτω απ’ το μηδέν.
«Ποια είσαι;» απάντησε εκείνος γεμάτος πόνο και έκπληξη.
«Θα με μάθεις σύντομα!» απάντησε η νεαρή γυναίκα κάνοντας υπομονή για λίγα δευτερόλεπτα πριν πατήσει το γκάζι, προκειμένου η μηχανή να ανεβάσει θερμοκρασία. «Πάντως δεν κινδυνεύεις από μένα. Δεν σε άφησα να το σκάσεις μόνο και μόνο για να σε ξανακλείσω φυλακή. Τα Τρίκαλα κινδυνεύουν, Βασίλη και σε χρειάζομαι για να τα προστατέψεις απ’ το κακό που έρχεται!» είπε εκείνη, βάζοντας επιτέλους την όπισθεν και ξεκινώντας να φεύγει.
Όμως, δεν πρόλαβε!
Την ίδια στιγμή ένα όχημα ήρθε πίσω τους με δύναμη ανακόπτωντας την πορεία τους, ενώ ένα δεύτερο σταματούσε μπροστά τους με φρένα που στρίγγλιζαν.
«Μπουμ- Μπουμ» ακούστηκαν με τη σειρά δύο συγκρούσεις, καθώς η Θυμιούλα γκαζώνοντας με δύναμη χτύπησε πρώτα το μπροστινό κι ύστερα το πίσω αυτοκίνητο, προσπαθώντας μάταια να διαφύγει.
«Τοκ-Τοκ-Τοκ» χτύπησε δυνατά το παράθυρο του συνοδηγού κι ένα περίστροφο σημάδεψε τη Θυμιούλα, καθώς καμιά δεκαριά μορφές περικύκλωσαν το αυτοκίνητο με τα όπλα τους προτεταμένα.
«Αστυνόμος Θυμιούλα Νικολάου» έβγαλε εκείνη το σήμα της, επιδεικνύοντάς το στους οπλοφόρους οι οποίοι γέλασαν σαν να επρόκειτο για αστείο. Και τότε πίσω τους εμφανίστηκε ο Περιφερειακός Διευθυντής Ασφαλείας και προϊστάμενος της Θυμιούλας, Νίκος Στειρακάκης μαζί με τον πατέρα του Γαμπρού, Αριστόδημο Σαράντο.
Με την εμφάνιση του μεγιστάνα, όλοι κατέβασαν τα όπλα τους, καθώς εκείνος απευθυνόταν στη Θυμιούλα έξω ακριβώς από την πόρτα του αυτοκινήτου της. «Κυριά Νικολάου, έχετε ξεπεράσει κάθε όριο. Δεν φτάνει που ήρθατε στη γαμήλια δεξίωση του γιου μου απρόσκλητη αλλά παραβιάσατε και το άσυλο που ο ίδιος ο Υπουργός υποσχέθηκε προσωπικά σ’ εμένα, όσον αφορά στον Βασίλη Παλαιοκώστα! Θα έπρεπε να ντρέπεστε. Πάλι καλά που οι υπόλοιποι προσκεκλημένοι δεν ψυλλιάστηκαν τίποτα. Παρακαλώ, απελευθερώστε τον άμεσα, ώστε να τον επιστρέψω στη γιορτή του παιδιού του»
«Αστυνόμε Νικολάου, διατάσσεσαι να απελευθερώσεις τον άντρα που έχεις στην πίσω θέση του οχήματός σου και να τον παραδώσεις στον κύριο Σαράντο ΑΜΕΣΩΣ! ΜΕ ΑΚΟΥΣΕΣ;» έσκουξε ο Προϊστάμενός της, ζητώντας παράλληλα συγγνώμη απ’ τον Σαράντη, ενώ εκείνη κινούνταν διστακτικά για να εκτελέσει την εντολή της.
Και καθώς έλυνε το Βασίλη του ψιθύρισε στο αυτί: «Πραγματικά σε χρειάζομαι! Έλα να με βρεις, όταν ευκαιρήσεις να τα πούμε» είπε εκείνη, τσιμπώντας τον παιχνιδιάρικα στον κώλο.
«Χαχαχα» απάντησε εκείνος, διασκεδάζοντας καθώς τον έλυνε, «Άκου μαγαζί με κατοικίδια! Χαχαχα» είπε και ξεκαρδίστηκε, «Σκύλοι, γάτες, καναρίνια που κελαϊδάνε, χαχαχα, άκου εκεί! Κι εγώ ο χάνος ούτε που το κατάλαβα πως μιλούσες για τις φυλακές!». Και τότε, όταν πλέον ήταν ελεύθερος γύρισε εναντίον της. κοιτώντας την στα μάτια με μια έκφραση σοβαρή και γεμάτη μίσος.
«Με απελευθέρωσες κι ύστερα μου πούλησες έρωτα και με έριξες, στο αναγνωρίζω!» μούγκρισε αφρίζοντας «Θυμιούλα – Βασίλης 2-0. Αλλά είπες κάτι πριν για τίγρεις… και δεν κατάλαβες πως εγώ τις τίγρεις τις έχω για γατάκια! Αυτό που θα δεις να συμβαίνει τις επόμενες μέρες, δεν θα το έχεις ξαναδεί στη ζωή σου! Θα σε πατήσω κάτω, όπως με εξευτέλισες κι εσύ!» είπε κοιτάζοντάς την φαρμακερά.
«Βρήκες τη δασκάλα σου, Παλαιοκώστα!» του χαμογέλασε η Θυμιούλα, αντιζυγίζοντας πλήρως το βλέμμα του «Και πάρε τετράδιο και στυλό, γιατί τα μαθήματα μόλις ξεκίνησαν!» συνέχισε προκλητικά, στέλνοντάς του ένα φιλί, καθώς ο Βασίλης γύριζε στο μαγαζί παρέα με τον Σαράντη.
Ο Στειρακάκης συνέχιζε να την κοιτάζει αυστηρά, μέχρι που ο Σαράντος χάθηκε στο μαγαζί.
«Μπράβο, Θυμιούλα! Ξέρω πως θα τ’ ακούσω τις επόμενες μέρες, αλλά άξιζε τον κόπο! Η τιμή της αστυνομίας αποκαταστάθηκε. Τον ξεφτίλισες τον μπάσταρδο και τον απήγαγες, όπως κι αυτός είχε απαγάγει τον Σαράντη πριν καμιά δεκαετία κάτω απ’ τη μύτη μας, για να τον αφήσει έπειτα ελεύθερο, αφού είχαν γίνει φίλοι. Κάνε την προσβεβλημένη για κανένα μήνα και μετά όλα καλά! Τα λέμε αύριο απ’ το τηλέφωνο!» της είπε χτυπώντας την φιλικά στην πλάτη κι ύστερα πήρε κι αυτός το δρόμο για το μαγαζί.
Η Θυμιούλα μπήκε ξανά στο αυτοκίνητό της, βλέποντας στη θέση του συνοδηγού το σακάκι του Βασίλη. Ψάχνοντας τις τσέπες του, βρήκε το σημείωμα που είδε να του δίνει ο γαμπρός πριν βγούνε έξω.
«Η Αστυνόμος Θυμιούλα που σε συνοδεύει είναι πρώτο γκομενάκι. » του έγραφε ο Μάκης «Αν προλάβεις ρίξε της ένα στα γρήγορα, πριν σε γλιτώσουμε, μπας και στανιάρει λίγο, γιατί τώρα τελευταία έχει κάνει την πόλη άνω κάτω.»
Η Θυμιούλα πήγε να σκίσει το σημείωμα οργισμένη, αλλά μετά από λίγο το ξανασκέφτηκε.
Ένα χαμόγελο άρχισε να χαράζεται στο σφιγμένο της πρόσωπο, ραγίζοντας λίγο λίγο την σοβαροφάνειά της. Ένα χαμόγελο που σε λίγο εξελίχθηκε σε κοριτσίστικο χαχανητό, για να ξεσπάσει λίγο αργότερα σε ακατάσχετα γέλια που τη συνόδευσαν σε όλη τη διαδρομή προς τα Τρίκαλα!
Εξάλλου γιατί να χολοσκάει; Η σκακιέρα είχε στηθεί, τα πιόνια ήταν έτοιμα να κινηθούν και σε λίγο τα πράγματα θα είχαν όντως ενδιαφέρον.
Όσο για το σακάκι, ήταν σίγουρη πως ο Βασίλης θα ερχόταν να το πάρει κάποια στιγμή… αυτοπροσώπως.