Λατρεμένοι μου γείτονες!
Παράμετροι Άσκησης: Γράψτε μια ιστορία με χαρακτήρες που εντελώς διαφορετικούς από την κοσμοθεωρία σας.
Φυλακές Τρικάλων, εφεδρικό ψυγείο, 2024
«Όλα για κάποιο λόγο γίνονται» ψέλλισε ξέπνοα ο Γιάννης μη μπορώντας να κρύψει την απογοήτευσή του, όταν εξέταζε το σπασμένο σκοινί της καθόδου τους στον κρύο θάλαμο.
«Ναι, και ο λόγος είναι πως ο μπάσταρδος ο φύλακας μου έδωσε κομμένο σκοινί. Τι να περιμένεις από έναν ΑΕΚΤΖΗ!!!» μουρμούρισε αγανακτισμένος ο Κυριάκος, ο γνωστός στην κοινωνία της φυλακής ως ο Κούλης ο Γαύρος. «Ακόμη δεν μπορεί να ξεχάσει την 5άρα που τους ρίξαμε στη Φιλαδέλφια. Και του έσκασα τόσα τσιγάρα γι’ αυτό το σκοινί μαζί με ένα καινούργιο κινητό απ’ τα στοιχήματα που διοργάνωνα στο κυλικείο, γαμώ το φελέκι του» είπε οργισμένα και χτύπησε τον τοίχο του Ψυγείου τόσο δυνατά που καμπάνισε μέσα στην ησυχία του πρωινού, σαν κυριακάτικη πρόσκληση σε λειτουργία.
«Σκάσε βρε Διάλε τσ’ απολειμμάρες σου» μούγκρισε προσπαθώντας να σηκωθεί από το παγωμένο πάτωμα το Μανωλιό, γνωστό στον υπόκοσμο της Κρήτης ως και το «Θεριό». «Ήντανε τουτονά το μέρος;» αναρωτήθηκε, τρίβοντας τα οπίσθιά του, που πόνεσαν, καθώς έσκαγε απ’ τον εξαερισμό της οροφής στο πάτωμα, όταν το σχοινί δεν άντεξε το βάρος του κι έσπασε.
«Μα δεν βλέπετε τον πάγο και τα κρέατα; Στο ψυγείο βρεθήκαμε!» αποκρίθηκε ο Γιάννης κοιτώντας τριγύρω μ’ ένα βλέμμα αηδίας τα αιματοβαμμένα πτώματα των αρνιών που κρέμονταν απ’ τα τσιγκέλια παντού γύρω τους.
«Στο σχέδιο της φυλακής δεν λέει τίποτα για «Ψυγείο» αντιγύρισε ο Κυριάκος κρατώντας ένα ξεδιπλωμένο χαρτί γεμάτο σχήματα. «Εγώ έναν ορθογώνιο χώρο βλέπω με ανοιχτή την πόρτα. Πάμε, λοιπόν προς την έξοδο.»
Ο Κυριάκος ακόμη θυμόταν εκείνη την Κυριακή στην απομόνωση, μετά απ’ το ξύλο που έριξε σ’ εκείνο τον προκλητικό οπαδό του Βάζελου, στην ήττα του Ολυμπιακού απ’ το Τριφύλλι. Ο τυπάς κατέληξε στο νοσοκομείο με 3 σπασμένα πλευρά κι ένα κομμένο αυτί που ο Κυριάκος ξερίζωσε με τα ίδια του τα δόντια. Ένα αυτί που οι φύλακες ζορίστηκαν πολύ να του το πάρουν, καθώς τον έσερναν στα υπόγεια με τα κελιά της απομόνωσης. Λίγο αργότερα κάποιος έβαζε κάτω απ’ την πόρτα του κελιού του τα σχέδια της φυλακής, μ’ ένα Post it κολλημένο στο εξώφυλλο με τη φράση: «Οι καλές πράξεις πάντα ανταμείβονται». «Θα είναι κανένας κρυφός φίλος του Ολυμπιακού μας που με θαυμάζει για το θάρρος μου. Είχα δίκιο τελικά, ο Ολυμπιακός είναι θρησκεία!» είχε σκεφτεί τότε με ευγνωμοσύνη ο Κυριάκος, καθώς έκρυβε το σχέδιο στα ρούχα του.
«Η πόρτα είναι κλειστή, γαμώ τον αντίθεό μου τσαι δεν υπάρχει σερούλι από μέσα»!» φώναξε οργισμένο το Μανωλιό ψάχνοντας απεγνωσμένα για χερούλι και κλωτσώντας την βαριά πόρτα με δύναμη, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα.
Το Μανωλιό ήταν πάντα ανυπόμονο. Δεν ήταν κοπέλι της υπομονής και ήταν αυτός που έπεισε τους συγκρατούμενούς του να το σκάσουν, όταν ο Κυριάκος έφερε πίσω στο κελί τα σχέδια της φυλακής. «Έχουμε ακόμη ο καθένας τρία με τέσσερα χρονάτσια στη Ψυρού» τους είπε προσπαθώντας μάταια με τις χερούκλες του να σπάσει τα κάγκελα της φυλακής. «Αν βγούμε όξω έχω άκρες παντού. Cretan Mafia, όχι αστεία! Σύντομα θα έχουμε στα χέρια μας νέες ταυτότητες για μια νέα αρχή. Τί λέτε, μρε κοπέλια;» Κι έτσι όλα πήραν τον δρόμο τους.
«Κάποιος άλλος τρόπος θα υπάρχει να βγούμε από εδώ μέσα. Ποτέ μην τα παρατάτε!» είπε με ελπίδα ο Γιάννης, όπως έκανε παλιότερα στις διαδικτυακές του εκπομπές.
Το παζλ της απόδρασης είχε κλείσει με τον Γιάννη τον Influencer. Μια θαυμάστρια τον εντόπισε στο κυλικείο, καθώς του σέρβιρε στο δίσκο τον μεσημεριανό του χυλό. «Εσύ δεν είσαι ο Γιάννης με τις εκπομπές στο YouTube;» τον είχε ρωτήσει κι εκείνος της είχε σκάσει ένα γοητευτικό χαμόγελο. Ο Γιάννης είχε ξεκινήσει την καριέρα του με διαδικτυακές εκπομπές γυμναστικής, ως απόφοιτος των ΤΕΦΑΑ, αλλά σύντομα προχώρησε σε εκπομπές σχολιασμού της καθημερινότητας. Λίγη αγανάκτηση, λίγος εθνικισμός, λίγη συμπαράσταση στους «κατατρεγμένους» και το κοινό του θέριεψε, αποκομίζοντάς του χρήματα και φήμη που ποτέ του δεν είχε ονειρευτεί. Αυτή η φήμη τον βοηθούσε και τώρα, ψήνοντας την θαυμάστρια που του είχε περάσει ένα σακί με τα αναγκαία σύνεργα της απόδρασης: 3 κατσαβίδια, 2 λοστούς και μια πένσα, ό,τι ακριβώς χρειάζονταν για να ξεκινήσουν.
«Δεν υπάρχει τρόπος για να ξεφύγουμε! Θα τα σπάσω όλα εδώ μέσα» είπε ο Κυριάκος με αγανάκτηση, κλωτσώντας τα κρέατα τριγύρω του για να κατευνάσει τον θυμό του. «Κάποιος μαλάκας έκλεισε την πόρτα την εξόδου μας κι αν τον πιάσω στα χέρια μου θα τον κάνω να βελάξει!»
«Κάτι θα υπάρχει, δεν μπορεί» απάντησε ο Γιάννης τουρτουρίζοντας, καθώς η χαμηλή θερμοκρασία του Ψυγείου άρχισε να τον παγώνει. Κι έτσι μαζί με το Μανωλιό άρχισε να ψάχνει τριγύρω για κάποιο μέσο εξόδου. «Κοιτάξτε παιδιά. Εδώ πίσω έχει κάτι περίεργα τσουβάλια».
Τα χέρια του Μανωλιού είχαν αρχίσει να παγώνουν απ’ το κρύο, όταν έσκιζε το πρώτο τσουβάλι. «Εδώ μέσα δεν έχει αίγες!» είπε με έκπληξη. «Άνθρωπος είναι» και σε λίγο έτριψε τον πάγο απ’ το μπλαβιασμένο πρόσωπο του ανθρώπου στο τσουβάλι, για να αποκαλυφθεί η ταυτότητα του νεκρού «Ο Σταμάτης ο διαρρήκτης δεν είναι αυτός;» είπε ο Γιάννης, κοιτάζοντάς τον καλά καλά «Ναι, αυτός είναι. Θυμάμαι πως τον έβαλαν μέσα λόγω μιας διάρρηξης σ’ ένα σπίτι. Ο ιδιοκτήτης όμως τον κατάλαβε κι ο Σταμάτης τον σκότωσε, βιάζοντας και τη γυναίκα του. Τον έπιασαν αργότερα σε μια άλλη ληστεία και τον ταυτοποίησαν απ’ το σπέρμα».
«Βρε τον μαλάκα!» είπε ο Κυριάκος γελώντας και κλωτσώντας το πτώμα «Γι’ αυτό υπάρχουν οι καπότες, Σταματάκη!».
«Σκάσε βρε γρόθε!» μούγκρισε το Μανωλιό, ανοίγοντας το επόμενο τσουβάλι «Ο Σταμάτης δεν είχε “αποδράσει” πριν κανένα μήνα;». Ο Γιάννης άρχισε να χοροπηδάει για να αντιμετωπίσει το κρύο, αναλογιζόμενος τα λόγια του Μανώλη. «Έχεις δίκιο. Τί να παίζει άραγε εδώ πέρα;» αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα.
Σε λίγο τα τσουβάλια είχαν όλα ανοιχτεί για να αποκαλύψουν ακόμη δέκα πρώην κρατούμενους, όλους καταδικασμένους για σκληρά εγκλήματα, που είχαν όλοι «αποδράσει» πριν από λίγο καιρό. «Μάλλον απέδρασαν απ’ τη ζωή» είπε με ειρωνεία ο Κυριάκος, τρίβοντας τα χέρια του απ’ το κρύο «και μάλλον κι εμείς το πάμε προς τα εκεί».
«Οι φίλοι σας δεν πέθαναν απ’ το κρύο» απάντησε μια φωνή με την χαρακτηριστική μεταλλική χροιά που αφήνει η αναμετάδοση από κάποιο ηχείο. «Τα εγκλήματά τους τους σκότωσαν και η χαλαρότητα του «σωφρονιστικού συστήματος» που αφήνει κουμάσια σαν και του λόγου σας ελεύθερους μετά από λίγα χρόνια».
«Βρείτε το ηχείο να το ξηλώσουμε» ούρλιαξε ο Κυριάκος, καθώς και οι τρεις τους άρχισαν σαν μανιακοί να ψάχνουν την πηγή της αναμετάδοσης που συνέχιζε απτόητη: «Για να δούμε λοιπόν τα… βιογραφικά σας»:
«Μανώλης Κουκουράκης. Παλληκαράς της φακής! Σκότωσε έναν γέρο συγχωριανό του πάνω στο μεθύσι του, λόγω μιας «παρατήρησης» που του έκανε. Μπήκε φυλακή κλαίγοντας δήθεν από μετάνοια και λίγο αργότερα βγήκε με απαλλακτική παρέμβαση κρητικού βουλευτή. Έναν μήνα αργότερα μαστουρωμένος σκότωσε έναν ανυπεράσπιστο φοιτητή στο Ρέθυμνο, επειδή τον «ξάνοιξε» στραβά.»
Το Μανωλιό κοίταξε με μίσος ψηλά, εντοπίζοντας ένα απ’ τα ηχεία στη γωνία ενός τοίχου. «Εκεί είσαι βρε κερατά;» είπε με μένος, εξφενδονίζοντας ένα αρνί προς το μέρος του, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
«Κυριάκος Αρναούτογλου. Θρασύδειλος τραμπούκος! Επανειλημμένη συμμετοχή σε οπαδικά επεισόδια. Δολοφονία ενός ανυπεράσπιστου οπαδού σε ομαδικό καυγά στον Πειραιά και φυλάκιση για 5 χρόνια. Βγήκε σε δύο χρόνια, λόγω «καλής διαγωγής» αλλά δεν επέδειξε καμία μεταμέλεια. Δύο μήνες αργότερα δολοφονούσε ανήλικο στο δρόμο, επειδή φορούσε φανέλα αντίπαλης ομάδας»
«Το Βαζελάκι πήγαινε γυρεύοντας» φώναξε ο Κυριάκος χοροπηδώντας μάταια για να φτάσει το ηχείο που ήταν όμως τοποθετημένο πολύ ψηλά στον τοίχο.
«Γιάννης Σταρίδας. Influencer για κλάματα! Καταδικασμένος για ρητορική μίσους στο κανάλι του εναντίον προσφύγων και βιασμένων γυναικών κι επανειλημμένες κατηγορίες για revenge porn, που τις γλίτωσε όλες με μια απλή ποινή με αναστολή. Η φήμη έχει και τα καλά της βλέπεις! Τελικός εγκλεισμός για δολοφονία της συντρόφου του μετά από καυγά.»
«Δεν φταίω εγώ» ούρλιαξε ο Γιάννης, πιάνοντας το πρόσωπό του «Με απάτησε η τσούλα κι ο ανδρισμός μου δεν ανέχεται τέτοιες συμπεριφορές!»
Μετά από μια μικρή παύση η αρχική φωνή αντικαταστάθηκε από μία γυναικεία: «Οι προηγούμενοι έγκλειστοι δεν πέθαναν απ’ το κρύο». Ο Κυριάκος σταμάτησε να προσπαθεί να ξηλώσει το ηχείο κι άρχισε να εξετάζει τα πτώματα. «Κοιτάξτε παιδιά, οι τύποι στα τσουβάλια έχουν όλοι πληγές από βαθύ τρύπημα. Τί γίνεται εδώ;»
«Τρεις μπήκατε, αλλά ένας μόνο θα βγει απ’ το Ψυγείο ζωντανός» τόνισε η φωνή κι ύστερα επανέλαβε άλλες δύο φορές «Τρεις μπήκατε, αλλά ένας μόνο θα βγει απ’ το Ψυγείο ζωντανός».
«Και ποιος θα είναι αυτός;» ρώτησε ο Γιάννης.
«Κι αυτός θα είναι…» είπε με οριστικό τόνο η φωνή «αυτός που θα μείνει ζωντανός στο τέλος». Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένας βαρύς μεταλλικός γάντζος έπεσε απ’ την τρύπα του εξαερισμού στο πάτωμα.
Οι τρεις κρατούμενοι πάγωσαν για ένα δευτερόλεπτο,….. κοιτάχθηκαν αναμεταξύ τους…… κι ύστερα χύθηκαν να πιάσουν τον γάντζο.
Τοκ, τοκ, τοκ έκαναν οι ήχοι από τις μπότες που κατέβαιναν τα σκαλιά στο σκιερό υπόγειο
Και οι μπότες ανήκαν σ’ έναν διοικητικό υπάλληλο και μια επιμελήτρια που κατέβαιναν στο ψυγείο με φόρμες καθαρισμού, κρατώντας 3 νέα τσουβάλια.
«Πιστεύεις πως κάνουμε καλά και τους καθαρίζουμε;» ρώτησε ο Αποστόλης, ο διοικητικός υπάλληλος εκφράζοντας τύψεις συνείδησης για την παγίδα που είχαν στήσει σε τόσους και τόσους κατάδικους.
«Απ’ τη στιγμή που η δικαιοσύνη είναι τόσο χαλαρή μαζί τους, κάποιος πρέπει να πάρει το νόμο στα χέρια του.» είπε με απόλυτη πίστη στις πράξεις τους η Μαρία, η επιμελήτρια.
«Έχεις δίκιο» παραδέχτηκε ο Αποστόλης κουνώντας επιδοκιμαστικά το κεφάλι «η χαλαρότητα οδηγεί στην αυτοδικία. Δεν μπορούμε ν’ αφήσουμε αυτά τα καθάρματα να ξαναβγούν στην κοινωνία»
«Μα πού είναι ο Κώστας;» αναρωτήθηκε η Μαρία ανοίγοντας την πόρτα του ψυγείου «Συνήθως έρχεται γρήγορα, αφού πετάξει στους κρατούμενους το γάντζο».
«Ε σιγά, θα πήγε για κατούρημα…» είπε ο Αποστόλης βάζοντας ένα βαρύ σκαμπό για να κρατήσει ανοιχτή την πόρτα του ψυγείου. Μπαίνοντας όμως στο εσωτερικό του σύντομα διαπίστωσαν πως τα σώματα στο πάτωμα ήταν περισσότερα απ’ όσα υπολόγιζαν.
«Κώστα!» φώναξε η Μαρία βλέποντας τη χαρακτηριστική στολή των φυλάκων σ’ ένα από τα σώματα που κείτονταν στο πάτωμα, κάτω ακριβώς απ’ την τρύπα του εξαερισμού. «Πώς βρέθηκε εδώ;» ρώτησε ο Αποστόλης αλαφιασμένος, «άραγε ζει ακόμα;» είπε κι έσπευσε να βοηθήσει.
«Είναι νεκρός…» κατέληξε η Μαρία βλέποντας τον τσακισμένο του σβέρκο, «κάποιος τον πέταξε απ’ την τρύπα του εξαερισμού». Την ώρα εκείνη η πόρτα του ψυγείου έκλεισε με εκκωφαντικό θόρυβο στην πλάτη τους.
«ΜΠΑΜ!»
«Ωχ, κλειστήκαμε μέσα!» έσκουξε η Μαρία, τρέχοντας στην πόρτα και προσπαθώντας μάταια να την ανοίξει. Κι έτσι πέρασαν τα επόμενα πέντε λεπτά, προσπαθώντας μάταια και οι δυο τους να διαφύγουν μέσα από ένα θάλαμο σπαρμένο με πτώματα.
«Γεια σας, Γουρούνια από την Κόλαση, σας μιλάει ο Βασίλης Παλαιοκώστας» ακούστηκε μια μεταλλική βαριά φωνή απ’ τα ηχεία. «Είχα υποψιαστεί εδώ και καιρό πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τις “αποδράσεις” των κρατουμένων κι έβαλα στόχο να σας παρακολουθήσω για να βεβαιωθώ. Κι όντως για λίγο πιστέψατε πως είστε το Χέρι του Θεού στη γη και πως εσείς οι 3 μπάτσοι από μόνοι σας μπορούσατε να φέρετε…. «δικαιοσύνη» στον κόσμο.
Δικαιοσύνη, όμως είναι να κάνεις τον δράστη να καταλάβει το λάθος του και να μετανοήσει, όχι να κατέβεις στο επίπεδό του και να γίνεις δολοφόνος. Γιατί αυτό είστε, Δολοφόνοι και μάλιστα μαζικοί. Κι αν νομίσετε πως εγώ έριξα τον φίλο σας απ’ τον εξαερισμό, κάνετε λάθος. Γιατί εκείνος χέστηκε πάνω του και πήδηξε από μόνος του, όταν αντιλήφθηκε πως ήμουν πίσω του.
Αν και μπορώ να σας σκοτώσω αφήνοντάς σας κλεισμένους στο ψυγείο και ίσως αυτό θα σας άξιζε, εγώ δεν είμαι σαν εσάς, τιποτένιος. Για’ αυτό θέλω πριν χαμηλώσω την ψύξη και σας ανοίξω την πόρτα να βεβαιωθώ πως θα δεθείτε με τις χειροπέδες του νεκρού σας φίλου. Κι όσο το αν σας βρούνε μην φοβάστε. Φεύγοντας θα ενεργοποιήσω τον συναγερμό και τότε θα σας βρούνε σίγουρα. Και θα ήθελα να δω πως θα δικαιολογήσετε στους φίλους σας, τους καθαρούς μπάτσους, όλα τα πτώματα που βρίσκονται εδώ μέσα και που φέρνουν ανεξίτηλα την υπογραφή σας.»
Κι όντως σε λίγο, αφού οι υπάλληλοι αλυσοδέθηκαν, η ψύξη έπεσε και η πόρτα του ψυγείου άνοιξε.
Και σε λίγα λεπτά ο συναγερμός άρχισε να χτυπά δαιμονισμένα σε ολόκληρο το συγκρότημα του Σωφρονιστικού Καταστήματος Τρικάλων, καθώς ο Βασίλης Παλαιοκώστας, ο πιο διαβόητος κρατούμενος στην Ελλάδα και μετρ των αποδράσεων, δραπέτευε σαν κύριος ξανά απ’ τη φυλακή του.